Αναζήτηση
Προχωρημένη Αναζήτηση
 
  ΑΡΧΕΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΧΟΡΟΥ  
  ΣΚΟΠΟΙ- ΔΡΑΣΕΙΣ
  ΔΙΟΙΚΗΣΗ
  ΕΠΙΤΙΜΑ ΜΕΛΗ - ΕΦΟΡΟΙ -ΣΥΜΒΟΥΛΟΙ
  ΣΥΜΠΟΣΙΑ ΓΙΑ TH ΜΕΤΑΒΑΣΗ ΤΟΥ ΧΟΡΟΥ ΑΠΟ ΤΟ ΑΓΡΟΤΙΚΟ ΣΤΟ ΑΣΤΙΚΟ  
  ΣΥΜΠΟΣΙΑ
  ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΑ ΑΡΘΡΑ & ΕΡΓΑΣΙΕΣ  
  ΟΛΑ ΤΑ ΑΡΘΡΑ
  ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΜΟΥΣΙΚΟΧΟΡΕΥΤΙΚΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΠΡΕΒΕΖΗΣ  
  H ΜΟΥΣΙΚΟΧΟΡΕΥΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΠΡΕΒΕΖΗΣ
  ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ «COSMO ECHO - ΣΥΝΗΧΗΣΗ ΤΩΝ ΛΑΩΝ ΤΗΣ ΓΗΣ»  
  «COSMO ECHO» - GREECE 2007
  ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΧΟΡΟΥ «COSMO DANCE»  
  ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΧΟΡΟΥ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ
 
 
 
 
 
 
 
 
 
  Πολιτιστικοί Σύλλογοι & «Παράδοση»: Θεσμοποιώντας το Νεωτερισμό -Δρ. Ζωή Ν. Μάργαρη  
     
 

  Οι πολυποίκιλες πολιτισμικές εκφάνσεις πολλών και διαφορετικών εθνοπολιτισμικών ομάδων, σε αέναη διαδραστική σχέση εμφανίζουν ακόμα και σήμερα στοιχεία αντιδανεισμού και επανεννοιοδότησης παλαιότερων τεχνικών και πρακτικών αυτοπροσδιορισμού. Τοιουτοτρόπως, αποδεχόμενοι την πάγια ανάγκη ατόμων και συλλογικών σωμάτων για ταυτοποίηση, η ετεροπροσδιοριστική επίδραση φαίνεται να επενεργεί καταλυτικά στη διαμόρφωση των πολυεπίπεδων σχέσεων κουλτούρας και υποκουλτούρας.

 
     
 
 

 *Απαγορεύεται η μερική ή ολόκληρη αναδημοσίευση άρθρων και κειμένων χωρίς την γραπτή έγκριση του ΑΡΧΕΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΧΟΡΟΥ

Πολιτιστικοί Σύλλογοι & «Παράδοση»: Θεσμοποιώντας το Νεωτερισμό

 

Δρ. Ζωή Ν. Μάργαρη,

Πολιτισμική Ανθρωπολόγος

Καθηγήτρια Εφαρμογών Τμήματος Λαϊκής & Παραδοσιακής Μουσικής TEI Ηπείρου

 

Κοινό τόπο αποτελεί πως η σύγχρονη Ελλάδα, παρουσιάζει ιδιαίτερα σύνθετη εθνολογική σύσταση, μιας και ως «σταυροδρόμι λαών και πολιτισμών», μέσα από τη μακραίωνη ιστορία της μπόρεσε άλλοτε να αφομοιώσει δημιουργικά και άλλοτε να απορρίψει σταδιακά. Οι πολυποίκιλες πολιτισμικές εκφάνσεις πολλών και διαφορετικών εθνοπολιτισμικών ομάδων, σε αέναη διαδραστική σχέση εμφανίζουν ακόμα και σήμερα στοιχεία αντιδανεισμού και επανεννοιοδότησης παλαιότερων τεχνικών και πρακτικών αυτοπροσδιορισμού. Τοιουτοτρόπως, αποδεχόμενοι την πάγια ανάγκη ατόμων και συλλογικών σωμάτων για ταυτοποίηση, η ετεροπροσδιοριστική επίδραση φαίνεται να επενεργεί καταλυτικά στη διαμόρφωση των πολυεπίπεδων σχέσεων κουλτούρας και υποκουλτούρας. Κοινό τόπο στην προσπάθεια αυτή, όλων των ετερόκλητων κοινοτήτων του ελλαδικού χώρου αποτελούν συνδυαστικά, αφενός οι πάγιες ανάγκες συσπείρωσης όλων των μελών τις κάθε micro κοινότητας στα δομικά στοιχεία της τοπικής και αφετέρου σε αυτά της ενιαίας εθνικής ελληνικής ταυτότητας. Έτσι, μέσα στο πλαίσιο των αλλαγών που συντελέσθηκαν και συντελούνται σε παγκόσμια κλίμακα οι micro κοινότητες του ελλαδικού χώρου εξελίσσονται μεταλλασσόμενες ούτως ώστε να καλύπτουν τις ανάγκες των μελών τους.

Οι κοινωνικές αλλαγές που λαμβάνουν χώρα, μολονότι συχνά προκαλούν λόγιες αντιδράσεις, επικεντρωμένες στην διασφάλιση της πολιτιστικής κληρονομιάς και στη διάσωση των λαϊκών παραδόσεων, των ηθών και των εθίμων του τόπου, αποτελούν δείγμα υγιούς επανακεφαλαιοποίησης των επικρατουσών συνθηκών. Όλες οι πολιτισμικές εκφάνσεις, όντας παράλληλα τεχνικές έκφρασης, δήλωσης αλλά και αναδιαπραγμάτευσης της ατομικής και συλλογικής ταυτότητας των τελεστών, καταδεικνύουν πως τα στοιχεία νεωτερικότητας που σταδιακά εντάσσονται στις σύγχρονες πρακτικές δεν είναι σημάδια αποσύνθεσης του κοινωνικού ιστού. Αντιθέτως , υπογραμμίζουν την εξελικτική πορεία του κοινωνικού συνόλου, το οποίο δυναμικά και ευέλικτα προσαρμόζεται στις σύγχρονες επιταγές, ακριβώς όπως έπρατταν και οι πρόγονοί μας.

Κατά συνέπεια, νέες μορφές κοινωνικής οργάνωσης εμφανίζονται, νέοι χώροι κοινωνικής δραστηριότητας ιδρύονται, νέα κοινωνικά δρώμενα παρουσιάζονται. Ένα από τα σπουδαιότερα δείγματα καινοτόμου ευρηματικότητας των κοινωνικών σωμάτων που εμφανίζεται στον ελλαδικό χώρο από τα μέσα του 19ου αιώνα αποτελεί η σύσταση πολιτιστικών συλλόγων και σωματείων. Οι εν λόγω πολιτιστικοί οργανισμοί εντοπίζονται αρχικά στον αστικό χώρο και έχουν τοπικό (όπως το «Αναγνωστήριο Αγιάσου “Η Ανάπτυξις”»[1] ή υπερτοπικό, ακόμα και πανελλαδικό/ εθνικό χαρακτήρα, όπως το Λύκειο των Ελληνίδων[2] Βαθμιαία, η επιτυχής λειτουργία και η θετική αξιολόγηση του «εθνικού» έργου που επιτελείται μέσα στο πλαίσιο των προειρημένων, μη κερδοσκοπικών, αστικών οργανισμών οδηγεί στην υιοθέτηση των παραπάνω κοινωνικών σχημάτων και στον αγροτικό χώρο, με αποτέλεσμα την ίδρυση τοπικών «εκπολιτιστικών» ή «μορφωτικών» συλλόγων σε όλη την Ελλάδα[3]. Έτσι, από την εποχή της Μεταπολίτευσης πολιτιστικοί φορείς που παράγουν ή αναπαράγουν πολιτισμό κάνουν την εμφάνισή τους σε όλες σχεδόν τις micro κοινότητες[4] του ελλαδικού χώρου. Η συντριπτική πλειοψηφία των οργανισμών αυτών που αποτελούν πλέον νέους δυναμικούς χώρους κοινωνικής δραστηριότητας, καλύπτοντας έτσι τις ανάγκες των μελών τους, αποκτά από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 και θεσμική υπόσταση[5].

 

Οι Σύλλογοι λοιπόν, ως νέα κύτταρα κοινωνικής δράσης, ιδρύονται από ένα σύνολο εθελοντών και μορφοποιούνται σύμφωνα με την πλειοψηφική έκφραση των αναγκών των μελών τους. Παρά τις ιδιαιτερότητες που αναντίρρητα συναντούμε στους πολιτιστικούς συλλόγους του ευρύτερου ελλαδικού χώρου, θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε πως οι κύριες –αν όχι οι αποκλειστικές– ενέργειες και δράσεις τους επικεντρώνονται στη «διατήρηση της εθνικής και τοπικής πολιτιστικής κληρονομιάς» των μελών και στην πραγματοποίηση υλικών και άυλων έργων αναβάθμισης των micro κοινοτήτων[6]. Οι παραπάνω ενέργειες, σχεδόν πάντα διαρθρώνονται γύρω από ένα λιγότερο ή περισσότερο περίπλοκο πλέγμα επιμορφωτικών και ψυχαγωγικών δραστηριοτήτων που συντελούν στην σύσταση ενδοσυλλογικών κανόνων συμπεριφοράς και μηχανισμών κοινωνικής δραστηριότητας. Οι συλλογικές δράσεις, επικεντρωμένες στις εθιμικές τελετουργίες των κύκλων της ζωής και του χρόνου, συμβάλλουν, σύμφωνα με τους τελεστές, αφενός στη δημιουργία νέου τύπου αντιστάσεων στη χαλάρωση των «παραδοσιακών» ηθών και εθίμων της αρχικής κοινότητας και αφετέρου στη δημιουργία νέων κοινωνικών γεγονότων, όπως οι χοροεσπερίδες, τα νέα έθιμα (π.χ. γιορτές τοπικών προϊόντων ή και επαγγελμάτων), και οι πολιτιστικές εκδηλώσεις (π.χ. εκθέσεις, συναυλίες, κλπ.).

 

Έτσι, μέσα από τις εκπαιδευτικές και ψυχαγωγικές δραστηριότητες, οι πολιτιστικοί σύλλογοι μετατρέπονται σε χώρους έκφρασης και διαχείρισης της τοπικής συλλογικής ταυτότητας, η οποία εκφράζεται αβίαστα αναμορφωμένη, κανονικοποιώντας μάλιστα τις μεταλλάξεις που η ίδια συνθέτει. Προκειμένου μάλιστα να αναδείξουμε τους τρόπους με τους οποίους οι τοπικοί πολιτιστικοί οργανισμοί αποκτούν κορυφαία θέση στη σύνθετη ιεραρχία των φορέων διαχείρισης της εθνικής πολιτιστικής κληρονομιάς θα θέλαμε να παρουσιάσουμε ως παραδειγματική περίπτωση ερμηνευτικής ανάλυσης την περίπτωση μίας εξέχουσας δυναμικής και ευέλικτης προσαρμογής κοινωνικών υποκειμένων στις σύγχρονες χωροχρονικά προσδιορισμένες συνθήκες.

 

Όπως είναι γνωστό, οι πολλαπλές, συχνά αντικρουόμενες ταυτότητες σε επίπεδο κοινωνικών υποκειμένων και συλλογικών σωμάτων, λειτουργούν συνθετικά, παρέχοντας τη δυνατότητα αέναης στοιχειοθετικής αναδιαπραγμάτευσης. Συνεπώς, θα μπορούσαμε να πούμε πως οι σύμφυτες εξαρτήσεις μεταξύ τοπικού και εθνικού διαρθρώνουν συστήματα «μηχανικής και οργανικής συνεκτικότητας[7]» και καθορίζουν την αύτο- και έτερο-προσδιοριστική σχέση, όχι μόνο μεταξύ «ημών» και «ξένων» αλλά και μεταξύ «εαυτού» και «άλλου». Αυτή η θεμελιακή διαπίστωση δίνει νέα διάσταση στο περιεχόμενο και την εννοιοδότηση φαινομενικά αντιθετικών ζευγών όπως παραδοσιακό-σύγχρονο, λαϊκό-λόγιο, αστικό-αγροτικό.

 

Αποδεχόμενοι λοιπόν πως η ύπαρξη των συλλόγων σε παγκόσμια κλίμακα αποτελεί πολιτιστική και ιστορική συνάρτηση, θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε πως η ίδρυση και η λειτουργία τους είναι για τις κοινότητες του Ελλαδικού χώρου αυτοπροαίρετη επιλογή μέσα στο χωροχρονικά προσδιορισμένο πλαίσιο των εναλλακτικών προσανατολισμών καταξίωσης. Ως εκ τούτου, οι «παραδοσιακές» κοινωνίες του 21ου αιώνα, υιοθετώντας το επιτυχημένο σε επίπεδο οικονομικής, πολιτικής, και εθνικής καταξίωσης μοντέλο συλλογικής διαχείρισης της τοπικής «πολιτιστικής κληρονομιάς», διάβηκαν το κατώφλι του εκσυγχρονισμού ιδρύοντας πολιτιστικούς συλλόγους. Μέσω του θεσμικά αναγνωρισμένου πλαισίου αυτών, μπόρεσαν στο παρόν να αναμορφώσουν και να αξιοποιήσουν το παρελθόν.

 

Χαρακτηριστικό πρόσφατο παράδειγμα της επικαιροποίησης αυτής θα μπορούσε να θεωρηθεί η δράση του Εκπολιτιστικού Μορφωτικού Αθλητικού Συλλόγου (Ε.Α.Α.Σ.) Μέγας Αλέξανδρος Λευκοπηγής Κοζάνης, ο οποίος σε συνεργασία με φορείς της Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Κοζάνης, Τ.Σ. Λευκοπηγής και το Δήμο Κοζάνης) από το 2006 έχει να παρουσιάσει ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες εκδηλώσεις.

 

Συνοπτικά, ο προαναφερθείς Σύλλογος, που ιδρύθηκε το 1960 στη Λευκοπηγή[8] Κοζάνης σύμφωνα με το καταστατικό ιδρύσεως και λειτουργίας του στοχεύει στην παροχή πλούσιου πολιτιστικού και πνευματικού έργου σε τοπικό και υπερτοπικό επίπεδο. Οι δραστηριότητές του είναι οργανωμένες σε τέσσερις τομείς που καλύπτουν ευρύτατο φάσμα κοινωνικών δράσεων. Οι τομείς Αθλητισμού, Εναλλακτικών Δραστηριοτήτων, Δικυκλιστών δεν χωρίζονται σε περισσότερα Τμήματα, ενώ ο Πολιτιστικός τομέας διαρθρώνεται από δύο συμπληρωματικά θα λέγαμε Τμήματα αυτό της Λαογραφίας, και του Χορού[9] (παραδοσιακού). Στο πλαίσιο του Πολιτιστικού Τομέα, το Τμήμα Λαογραφίας έχει ως στόχο τη συλλογή, τη διάσωση και τη διάδοση εκφάνσεων του τοπικού λαϊκού πολιτισμού, και παράλληλα το Τμήμα Χορού που περιλαμβάνει επτά χορευτικές ομάδες και μία «Δημοτική Χορωδία» (!), στοχεύει « (…) στη διαφύλαξη και τη διάδοση των τοπικών αυθεντικών χορών, τραγουδιών (…) και τοπικών εθίμων», έτσι όπως αυτά έχουν καταγραφεί από το Λαογραφικό Τμήμα[10]. Συνδυαστικά, στα μέλη του Χορευτικού Τμήματος διδάσκονται εκτός από τα « (…)ήθη και τα έθιμα του χωριού, χοροί και από άλλες περιοχές της Ελλάδας»[11]. Ο Σύλλογος, από το 2006 διοργανώνει Σεμινάρια Παραδοσιακού Χορού, με έμφαση στην τοπική χορευτική παράδοση, τα οποία απευθύνονται σε χορευτές και χοροδιδασκάλους που επιθυμούν να διευρύνουν το γνωσιολογικό δεξιοτεχνικό τους επίπεδο. Τα σεμινάρια περιλαμβάνουν τη διδασκαλία χορών του τοπικού (Λευκοπηγιώτικου), υπερτοπικού (Κοζανίτικου και άλλων) ρεπερτορίων, καθώς επίσης και την παρουσίαση στοιχείων της λαϊκής παράδοσης της περιοχής. Τα προαναφερθέντα διδακτικά αντικείμενα, που εμφανίζονται σε όλα σχεδόν τα ανάλογα σεμινάρια του ελλαδικού χώρου, εμπλουτίζονται στην περίπτωση του Συλλόγου Μέγας Αλέξανδρος αφενός με τη συνδιοργάνωση της Ημερίδας Πολιτισμού και Παράδοσης και αφετέρου με τη βιωματική συμμετοχή των παρακολουθούντων το σεμινάριο στον εθιμικό Λαζαρίτικο αγερμό που λαμβάνει τελετουργικά χώρα στη Λευκοπηγή.

Εφορμώμενοι από τα παραπάνω, οφείλουμε να επισημάνουμε την ευρηματικότητα των διοργανωτών, οι οποίοι λαμβάνοντας υπόψη τους την αγοραστική απήχηση των σεμιναρίων, προτείνουν μία νέα, καινοτόμο εφαρμογή τους. Η «παραδοσιακή» micro κοινότητα της Λευκοπηγής, φαίνεται να εδραιώνει την υπεροχή του θεσμικού πλαισίου λειτουργίας του τοπικού πολιτιστικού συλλόγου, μιας και βασισμένη στους κοινωνικούς μετασχηματισμούς δε διστάζει να αναθεωρήσει την «παραδοσιακή» μορφή τέλεσης του εθιμικού δρώμενου των Λαζαρίνων. Ο αγερμός, ως έκφραση της λαϊκής λατρείας, άρρηκτα συνδεδεμένος με παλαιότερες κοινωνικές συνθήκες και αντιλήψεις, δεν αποσυντίθεται, αντιθέτως μεταλλάσσεται σύμφωνα με τους μηχανισμούς της κοινωνικής εξέλιξης. Το νέο θεσμικό πλαίσιο, ως αποτέλεσμα ορθολογικής και συναισθηματικής επιλογής, θέτει σε εφαρμογή τους νέους κανόνες στρατηγικής συγκρότησης της τοπικής πολιτισμικής ταυτότητας. Οι κοινωνικοί γνώμονες αξιολόγησης αλλάζουν, συμπαρασύροντας τα ανάλογα συστήματα αξιών. Επαγωγικά, οι κανόνες των προτιμήσεων των κοινωνικών υποκειμένων αναμορφώνονται, στοχεύοντας στην επίτευξη των κοινών κοινοτικών επιδιώξεων για αναγνώριση και καταξίωση.

 

Ως εκ τούτου, η τέλεση του δρωμένου, που προϋπέθετε την κοινωνική συνοχή και αποτελούσε μία από τις πολλαπλές εκφάνσεις της τοπικής πολιτισμικής ταυτότητας, παρέχοντας όμως στους συμμετέχοντες κοινωνούς το τελεστικό πλαίσιο (ανά)δήλωσης και (ανα)διαπραγμάτευσης και της ατομικής τους ταυτότητας, αλλάζει. Το δρώμενο, λόγο της βαρύνουσας σημασίας του για τον ελληνικό εθνικό πολιτισμό, μιας και εκτός από διαβατήρια μαγικοθρησκευτική τελετουργία του εαρινού κύκλου, συνδέθηκε με τη χριστιανοσύνη, έτυχε ιδιαίτερης μεταχείρισης. Οι έλληνες λαογράφοι σε εκτενείς μελέτες υπογραμμίζουν τη σπουδαιότητα του εθίμου, καταγράφουν αναλυτικά τις φάσεις τέλεσής του και προσεγγίζουν, έστω και υπεραπλουστευτικά, ερμηνευτικά το δρώμενο[12]. Μολονότι λοιπόν, εν αντιθέσει με άλλα τελετουργικά δρώμενα, έχουμε εκτενείς βιβλιογραφικές πηγές που παραθέτουν στοιχεία για την «παραδοσιακή» ή «αυθεντική» τέλεση του δρωμένου, οι σύγχρονοι τελεστές του στην κοινότητα της Λευκοπηγής, παραμένοντας μακριά από τα ρεύματα του φολκλορισμού και της «επιστροφής στις ρίζες», μεταλλάσσουν δημιουργικά το δρώμενο, συνδέοντάς το με τις τοπικές και εθνικές κοινωνικές επιταγές. ΄Έτσι, επανεννοιοδοτημένο και χρηστικό, το δρώμενο των Λαζαρίνων εξακολουθεί την πορεία του στο χρόνο.

 

Τα σύγχρονα μέλη της κοινότητας συσπειρωμένα, υιοθετώντας δημιουργικά τις κοινωνικές επιταγές, κατάφεραν όχι μόνο να επαναξιολογήσουν το τοπικό έθιμο, αλλά εντάσσοντάς το δημιουργικά στο σύνολο των νομιμοποιητικών δράσεων των πολιτιστικών συλλόγων, να τονίσουν τον κομβικό χαρακτήρα του για την επιβίωση της ομάδας. Συνθέτοντας ένα καινοτόμο σύστημα εξωστρεφούς πολιτικής «παραδοσιακής» εξουσίας, θεμελίωσαν την επικοινωνιακή σχέση νομιμοποίησης των αναπόφευκτων μεταλλάξεων των δρωμένων επιτυγχάνοντας έτσι την κανονικοποίηση μέσα από την αμοιβαιότητα.

 

Εκκινώντας από τα παραπάνω θα μπορούσαμε εύκολα να εξάγουμε το συμπέρασμα πως ο υπό μελέτη Σύλλογος, βασισμένος στις προσαρμοστικές επιταγές των εθιμικών στερεοτύπων κατάφερε να μεταθέσει το πρόβλημα της φολκλορικής ή τυπικής, μουσειακής αναπαραγωγής ενός εθιμικού δρωμένου[13] και να αντικαταστήσει τις παλαιές νομιμότητες, μέσα από τους όρους της οικαίας συναλλαγής. Παρέχοντας στους παρακολουθούντες στο σεμινάριο τη δυνατότητα βιωματικής συμμετοχής στο τελετουργικό δρώμενο, στη βάση μίας νέας ανταλλακτικής ισοδυναμίας κατάφερε να επιτύχει την καταξίωση.

 

Η δογματική των «παραδοσιακών» προσταγών, που με αποκλειστικό γνώμονα την εμμονή στις νόρμες κοινωνικής συμπεριφοράς του περασμένου αιώνα, οδηγούσε το δρώμενο προς τον αφανισμό, εφόσον οι βασικοί τελεστές είχαν προ πολλού βιώσει τις κοινωνικές μεταβολές, εξουδετερώθηκε μπροστά στην αναγκαιότητα συσπείρωσης της κοινότητας, γύρω από ένα μεταλλαγμένο τελεστικό πλαίσιο. Οι πολλαπλές ταυτότητες των τελεστών, χωριανών και μη, που μετέχουν από το 2006 στο δρώμενο, ανοίγει νέους δρόμους για την ερμηνευτική ανάλυση των εθιμικών εκδηλώσεων.

 

Την περίπτωση των Λαζαρίνων της Λευκοπηγής επισημαίνουμε πως οι πολλαπλές και συχνά αντικρουόμενες συλλογικές και ατομικές ταυτότητες των μετεχόντων, συνυπάρχουν επιτρέποντας την επαναξιολόγηση του δρωμένου. Η διαλεκτική σχέση μεταξύ τελεστών, δε φαίνεται να λειτουργεί διασπαστικά όπως πολλοί θα φαντάζονταν. Αντιθέτως, παρέχοντας στους ντόπιους τελεστές την επιθυμητή απενοχοποίηση για τις αλλαγές που έχουν συντελεσθεί, λειτουργεί ως πλατφόρμα διττής ανακατασκευής. Οι «άλλοι», «ξένοι» ως προς την κοινότητα, μέσα από τη συμμετοχή τους στο δρώμενο, που επιβάλλεται από τον «επιμορφωτικό» χαρακτήρα του σεμιναρίου, οικειοποιούνται την παραβατικότητα και αποδέχονται τη μετάλλαξη που έχει πραγματοποιηθεί σε τοπικό επίπεδο. Η μετεπεξεργασία σε θεωρητικό επίπεδο υπογραμμίζει πως η συμμετοχή στο μεταλλαγμένο δρώμενο δίνει νέες διαστάσεις στην ταυτοτική ετεροπροσδιοριστική σχέση εαυτού - συνόλου, μέσα στο υπό μελέτη ενεργητικό πλαίσιο[14].

 

Η μουσική, ο χορός και το τραγούδι του Λαζαρίτικου δρώμενου, ως πολυσήμαντη τεχνουργική έκφραση των σύνθετων ταυτοτικών μορφωμάτων των τελεστών[15], επιτρέπουν μέσα από τη σύμπραξη την επαναξιολόγηση του τελεστικού γεγονότος που σταδιακά φαίνεται να οδηγεί στην κανονικοποιημένη αποδοχή του.

 

Μελετώντας ως παραδειγματική περίπτωση την αναμόρφωση του εθίμου των Λαζαρίνων στη Λευκοπηγή, και αναλύοντάς το ως σύγχρονο πολιτισμικό τελεστικό γεγονός, που αποτυπώνει τους τρόπους με τους οποίους πραγματοποιείται η συνδιαλλαγή[16], μεταξύ αστικής και αγροτικής αυστηρής κριτικής και ελαστικής σύνθεσης ενός νέου σύνθετου χορευτικού δρωμένου, ανακαλύπτουμε πως οι προειρημένες αντιθετικές κατηγορίες όχι απλώς συνυπάρχουν, αλλά συνδιαλέγονται[17]. Παρότι λοιπόν η παραβατικότητα, σε σχέση με την ιδεατή, λαογραφική επιτέλεση του εθίμου -σε επίπεδο ντόπιων και ξένων τελεστών-, γίνεται από αμφότερους αντιληπτή, μέσα από τη δραστηριότητα του τοπικού συλλόγου οδηγεί στην (ανα)σύσταση ενός κοινά αποδεκτού αξιολογιτικού συστήματος για τα έθιμα του χωριού[18]. Τοιουτοτρόπως, θεσμοποιείται η νεωτερικότητα, ως προϊόν διαλεκτικής ανακατασκευής[19], δίχως να εντοπίζεται η αναμενόμενη αντιπαλότητα.

Συνοψίζοντας, θα θέλαμε να επισημάνουμε πως η προσπάθεια των κοινωνικών σωμάτων για διασφάλιση της επιθυμητής σταθερότητας, αποκτά βαρύνουσα σημασία στο πλαίσιο των τοπικών πολιτιστικών συλλόγων. Η αξίωση της διατήρησης στο χώρο και στο χρόνο πραγματώνεται έμπρακτα μέσα από τις πολιτισμικές εκφάνσεις των συλλογικών σωμάτων. Η αποδοτική κάλυψη των υπαρξιακών αναγκών, επιβάλει την αποκατάσταση των δυσλειτουργιών που εμφανίζονται σε επίπεδο διατήρησης, διάσωσης και διάδοσης των πολιτισμικών ταυτοτικών μορφωμάτων ατόμων και συλλογικοτήτων. Οι πολιτιστικοί σύλλογοι ως νέοι χώροι κοινωνικής δραστηριότητας, συγκροτούν σε παγκόσμια κλίμακα, νέα πεδία χειρισμού των αλληλεπιδράσεων μεταξύ παράδοσης και νεωτερικότητας, με στόχο τη θεσμοποίηση καινοτόμων κοινωνικών πρακτικών.

 

 

Δρ. Ζωή Ν. Μάργαρη,

Πολιτισμική Ανθρωπολόγος

 

 



[1] Το «Αναγνωστήριο Αγιάσου “Η Ανάπτυξις”» στη Λέσβο, ιδρύθηκε το 1894 και αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα μη κερδοσκοπικού σωματείου που καταδεικνύει το εύρος της επίδρασής τους σε επίπεδο συγκρότησης της σύνθετης εθνικής/ τοπικής πολιτισμικής ταυτότητας των κοινωνικών υποκειμένων.

Ο κοινωνικός φιλανθρωπικός χαρακτήρας του Σωματείου που εμφανίζεται αρχικά με την επωνυμία «Φιλόπτωχος Αδελφότης Αγιάσου» το 1879, και είχε ως κύριο σκοπούμενο την παροχή βοήθειας τους των πυροπαθείς του 1877, μετά από μία δεκαετία αναπροσαρμόζεται και στο πλαίσιο της προαγωγής των ελληνικών εθνικών στόχων αποκτά και μορφωτικό χαρακτήρα. Μετονομάζεται σε «Φιλεκπαιδευτική Αδελφότης Αγιάσου» (1888) και αναλαμβάνει το σχεδιασμό και την υλοποίηση πολλαπλών εκπαιδευτικών δράσεων. Μετά από μία σειρά ενδοκοινοτικών και ενδοσωματειακών εξελίξεων, το 1894 έλαβε την σημερινή του μορφή και ονομασία. Έκτοτε επικεντρώνεται στη διοργάνωση των πολυποίκιλων και πλουσιότατων δράσεων τοπικής και υπερτοπικής εμβέλειας με στόχο την προαγωγή των «εθνικών»  και τοπικών στόχων μέσα από μία σειρά πολιτιστικών και μορφωτικών δραστηριοτήτων που συχνά υπερβαίνουν τα στενά τοπικά όρια της κωμόπολης. Συνοπτικά θα μπορούσαμε να πούμε πως από ιδρύσεως το Αναγνωστήριο, με ένα πλήθος καλλιτεχνικών, λαογραφικών, και πολιτιστικών δραστηριοτήτων, κυριαρχεί στην κοινωνική ζωή των κατοίκων της Αγιάσου. Παρέχοντας το ασφαλές, δομημένο κοινωνικό πλαίσιο για τη σύσταση και λειτουργία πολλαπλών πολιτιστικών micro κυττάρων, υπήρξε το κομβικό σημείο αναφοράς για την τοπική πολιτισμική ταυτότητα. Σύμφωνα με προφορικές μαρτυρίες των κατοίκων της Αγιάσου, δεν υπήρξε ποτέ χωριανός, που να μην εντάχθηκε, έστω και για μικρό χρονικό διάστημα στις πολιτιστικές ομάδες του Αναγνωστηρίου που περιελάμβαναν Τμήματα παραδοσιακής μουσικής και χορού, τραγουδιού, θεάτρου κα.. Έτσι, το Αναγνωστήριο μετά από τα την αδιάκοπη παρουσία του για τα τελευταία 113 χρόνια κατάφερε να θεωρείται σήμερα  σε τοπικό και υπερτοπικό επίπεδο ταυτόσημο της πολιτιστικής ζωής, όχι μόνο της κωμόπολης αλλά της νήσου Λέσβου.

Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τη δράση του «Αναγνωστηρίου Αγιάσου “Η Ανάπτυξις”» βλέπε σχετικά:

Κολαξιζέλλης Ε.Π., Τραγέλλης Β.Π., Χατζηβασιλείου Γ.Χ., Η Αγιάσος και τα Πέριξ, Φιλοπρόοδος Σύλλογος Αγιασωτών, Γραφικές Τέχνες "Γράμμα", 1997.

Σκλεπάρης Δ., Ξενοφ. Απομνημονεύματα, Χαιρετισμός για τα Εκατόχρονα του Αναγνωστηρίου Αγιάσου "Η Ανάπτυξη" 1894-1994, GYTENBERG & Δημ.Ε Δούκας, Μυτιλήνη 1994.

Χατζηβασιλείου Γιάννης Χ, Αναγνωστήριο ¨Η Ανάπτυξη" Αγιάσου: Πολύπτυχο Λόγου και Τέχνης 1994, Αναγνωστήριο "Η Ανάπτυξη", Αθήνα,1995.

Χατζηβασιλείου Γιάννης Χ, Ιστορία του Αναγνωστηρίου Αγιάσου «Η Ανάπτυξις» 1894-1975, Εκδοτική Παραγωγή ΕΠΤΑΛΟΓΟΣ Επε, Αθήνα,1975.

[2] Ο γνωστότερος ίσως πολιτιστικός οργανισμός του Ελληνικού έθνους κράτους, που διακρίνεται για τον υπερτοπικό χαρακτήρα και την πανελλήνια εμβέλειά του του είναι το Λύκειο των Ελληνίδων. Από την ίδρυσή του, στην Αθήνα το 1911, δραστηριοποιείται ακαταπαύστως στον τομέα του πολιτισμού, με έμφαση στον τομέα του «Παραδοσιακού Χορού» και της «Ελληνικής Ενδυμασίας. Σύμφωνα με το καταστατικό ιδρύσεως του, κύριος στόχος του Λυκείου Ελληνίδων είναι «(…) η διαφύλαξη και η μετάδοση της εθνικής πολιτιστικής κληρονομιάς από γενιά σε γενιά». Το Λύκειο των Ελληνίδων έχει σήμερα 49 παραρτήματα στο εσωτερικό και 19 στο εξωτερικό που εξυπηρετούν με πάθος τον παραπάνω στόχο.

Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τους στόχους, τις δραστηριότητες και το έργο του Λυκείου των Ελληνίδων βλέπε: Άντζακα-Βέη, Λ., «Ιστορία του Λυκείου Ελληνίδων», στο Αυδίκος, Ε., Λουτζάκη, Ρ., Παπακώστας, Χ., (επιμ.) Χορευτικά Ετερόκλητα, Ελληνικά Γράμματα-Λύκειο Ελληνίδων Δράμας, 2004, σσ. .

Άντζακα-Βέη, Λ., Τα Αρχεία του Λυκείου Ελληνίδων, Λύκειο των Ελληνίδων, χχ.

[3] Εδώ θα πρέπει να επισημάνουμε πως το εθνικό έργο των πολιτιστικών συλλόγων συνδέθηκε άλλοτε άμεσα και άλλοτε έμμεσα με την προαγωγή του ηγεμονικού λόγου για την ελληνική εθνική ταυτότητα. Συνεπώς, η αναπαραγωγή και η προώθηση της επινοημένης πολιτισμικής συνέχειας, σε συνδυασμό με το φαινόμενο του Εθνικισμού, όπως αυτό παρουσιάζεται από σύγχρονους –σχετικά– θεωρητικούς (Anderson, Gellner, Hobsbawm), αποτελούν την απαρχή του γενικότερου πνεύματος «κανονικοποίησης» των εκάστοτε ιδιοτοπικών πολιτισμικών εκφάνσεων και τις «βελτιωτικές» μεταλλάξεις των τοπικών παραδόσεων, όπως και αν αυτές έλαβαν χώρα.  Anderson Β., Φαντασιακές κοινότητες – Στοχασμοί για τις απαρχές και τη διάδοση του Εθνικισμού, μτφ. Ποθητή Χαντζαρούλα, Αθήνα: Νεφέλη, 1997. Gellner, E., Έθνη και Εθνικισμός, μτφ. Δώρα Λαφαζάνη, Αθήνα: Αλεξάνδρεια, 1992. Herzfeld Μ., Πάλι Δικά Μας. Λαογραφία, Ιδεολογία, και η Διαμόρφωση της Σύγχρονης Ελλάδας, μτφ. Μαρίνος Σαρήγιαννης, Αθήνα: Αλεξάνδρεια, 2002. Hobsbawm, E. J., Έθνη και Εθνικισμός. Από το 1780 μέχρι σήμερα – πρόγραμμα, μύθος, πραγματικότητα, μτφ. Χρυς. Νάντρις, Αθήνα: Καρδαμίτσα, 1994. Renan, E., «Τι είναι έθνος» στο Τι είναι έθνος. Προσευχή πάνω στην Ακρόπολη, μτφ. Γ. Λάμψας, Αθήνα: Ροές, 1998.

[4] Η συγκεκριμένη διαπίστωση αποτελεί κοινό τόπο μολονότι  παρουσιάζονται πολλές παραλλαγές στο μοντέλο κοινωνικής συνοχής και οργάνωσης μεταξύ των μελών των αντίστοιχων micro κοινοτήτων. Παραδειγματική περίπτωση περιπτωσιολογικής μελέτης στην οποία αναλύεται διεξοδικά το εν λόγω φαινόμενο σε σχέση με το χορευτικό φαινόμενο αποτελεί το πόνημα της Λουτζάκη για τον Έβρο Για περισσότερες πληροφορίες βλέπε σχετικό άρθρο, Λουτζάκη Ε., «Πολιτιστικός Σύλλογος ως χώρος χορευτικής δραστηριότητας» στο Μουσικές της Θράκης. Μια διεπιστημονική προσέγγιση, εκδ. Σύλλογος “Οι Φίλοι της Μουσικής”. Ελληνική έκδοση σσ. 209-268 και Λουτζάκη Ε., «Χορός, Πολιτισμός και Κοινωνία στη Θράκη» στο Λαογραφικές μουσικοχορευτικές διαδρομές Θράκη-Αιγαίο-Κύπρος, Πρακτικά Συνεδρίου. Λεμεσός, 7-9 Σεπτεμβρίου 2001. Λεμεσός: Λαογραφικός Όμιλος Λεμεσού. σσ. 51-75.

[5] Η σχετική διαπίστωση έχει πραγματοποιηθεί από πολλούς επιστήμονες οι οποίοι προσεγγίζουν αναλυτικά και συνθετικά το θέμα. Για περισσότερες πληροφορίες βλέπε σχετικά [Λουτζάκη, (1999:229), Αυδίκος (1994:125-135 & 1998:237-277), Δήμας (1994:137-142), Μερακλής 1989, Κουφός (1997:115-116), Νιτσιάκος (1994:110-116), Παναγιωτοπούλου & Ζήκος(1994:171-180), Panopoulos (1996).

[6]Συνοπτικά θα μπορούσαμε να αναφέρουμε πως μετά από δειγματοληπτική έρευνα που πραγματοποιήσαμε στον Ελλαδικό χώρο, μπορούμε να εξάγουμε τα κάτωθι στοιχεία προς μελέτη: α. Σε σύνολο 200 «Πολιτιστικών Συλλόγων», του ελλαδικού χώρου, οι οποίοι δραστηριοποιούνται σε αστικά, ημιαστικά κέντρα καθώς και στον αγροτικό χώρο, και εντάχθηκαν στην έρευνα, όλοι ανεξαιρέτως έχουν ως κύριο στόχο την διαφύλαξη, την διάσωση και τη διάδοση της τοπικής και εθνικής πολιτιστικής κληρονομιάς. β. Σύμφωνα με τα καταστατικά των προειρημένων συλλόγων, παρότι εντοπίσθηκαν πολλές διαφορές σε επίπεδο οργάνωσης και λειτουργίας, θα μπορούσαμε να επισημάνουμε, ως κοινό παρονομαστή, το μορφωτικό χαρακτήρα τους που επικεντρώνεται στον τομέα των τελεστικών τεχνών.

[7] Όρος του Hamermas που χρησιμοποιείται εδώ όχι με την διπολική έννοια της κατάστασης και σύμβασης μεταξύ «κοινότητας και κοινωνίας» αλλά με την ανάλογη μεταξύ «ατόμου και κοινότητας».

Hamermas J. Τέχνη και Επιστήμη σαν Ιδεολογία, μτφ Παλαιολόγου Κ., ΠΛΑΝΗΤΗΣ 70, χχ, σσ.27-28.

[8] Η Λευκοπηγή, είναι ένα από τα μεγαλύτερα, εκ του συνόλου των  Δημοτικών Διαμερισμάτων του Διευρυμένου Δήμου Κοζάνης, ο οποίος  σύμφωνα με τα Δεδομένα της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Ελλάδος, το 2001 είχε (πραγματικό) πληθυσμό 47.451 κατοίκους εγκατεστημένους στα κάτωθι διαμερίσματα 21: Κοζάνης, Αλωνακίων, Ανθοτόπου, Αργίλου, Βατερού, Εξοχής, Καρυδίτσας, Κοίλων, Λευκόβρυσης, Λευκοπηγής, Λυγερής, Μεταμορφώσεως, Νέας Νικόπολης, Ξηρολίμνης, Οινόης, Πετρανών, Πρωτοχωρίου, Πτελέας, Σκήτης, και Χαραυγής.

(Πηγή: Ελληνική Στατιστική Υπηρεσία, Απογραφή 2001, Μόνιμος & Πραγματικός πληθυσμός Δήμου Κοζάνης)

[9] Η διδασκαλία των «παραδοσιακών χορών» μέσα στο πλαίσιο των πολιτιστικών συλλόγων είναι ένα ευρύτατο θέμα που έχει απασχολήσει πολλούς ερευνητές. Η σχέση της συστηματοποιημένης διδακτικής πρακτικής και της βιωματικής μετάδοσης γνώσεων κατά τα παραδοσιακά πρότυπα της προφορικότητας φαίνεται πως συνδέεται ιδιαίτερα με τα νέα αξιολογητικά συστήματα που προκύπτουν από τα ρεύματα της «αυθεντικότητας» και της «επιστροφής στις ρίζες». Στα στενά όρια της παρούσας μελέτης δεν καθίσταται δυνατό να αναλύσουμε διεξοδικά τους τρόπους με τους οποίους τα προαναφερθέντα στοιχεία συνδιαλέγονται στην περίπτωση του συλλόγου της Λευκοπηγής, προτείνουμε όμως στους αναγνώστες την μελέτη των κάτωθι ενδεικτικών κειμένων που προσεγγίζουν ποικιλοτρόπως το ζήτημα.

Αυδίκος, Β., «Παραδοσιακός χορός και χορευτικοί όμιλοι» στο Νιτσιάκος, Β., (επιμ.) Χορός και κοινωνία, Πνευματικό Κέντρο Δήμου Κόνιστας, Κόνιστα, 1994, σσ. 125-136

Δήμας, Η., «Το πρόβλημα της διδασκαλίας των ελληνικών παραδοσιακών χορών» στο Νιτσιάκος, Β., (επιμ.) Χορός και κοινωνία, Πνευματικό Κέντρο Δήμου Κόνιστας, Κόνιστα, 1994, σσ.137-143

Μπάδα, Κ. «Η χρήση της παράδοσης με αφορμή τα χορευτικά μας δρώμενα» στο Νιτσιάκος, Β., (επιμ.) Χορός και κοινωνία, Πνευματικό Κέντρο Δήμου Κόνιστας, Κόνιστα, 1994, σσ.111-124.

Φιλίππου, Φ., «Ο ελληνικός λαϊκός χορός και η σχέση του με τους χορευτικούς συλλόγους» στο Η διαχρονική εξέλιξη του παραδοσιακού χορού στην Ελλάδα, Πρακτικά του 1ου Πανελληνίου Συνεδρίου Λαϊκού Πολιτισμού, σσ. 57-59.

[10] Πληροφορίες από το διαφημιστικό τρίπτυχο του Συλλόγου, επ’ αφορμή της διοργανώσεως του 2ου Σεμιναρίου Παραδοσιακού Χορού, 30-31 Μαρτίου 2007 και της Ημερίδας Πολιτισμού και Παράδοσης, που έλαβε χώρα την 1η Απριλίου 2007.

[11] Ο.π.

[12] Μεγακλής, Μ. Γ., Λαογραφικά Ζητήματα, έκδοση Χ, Μπούρα, Αθήνα, 1989, σσ. 247 – 261.

Μιχαήλ – Δέδε, Μ., Λαογραφία – Παράδοση 9, Φιλιππότη, Αθήνα, 1987, σσ. 71 – 77.

Παπανικολάου Φ., Λαογραφικά Βοϊου, Σύλλογος Ροδοχωριτών ’’Η πρόοδος’’, Ινστιτούτο βιβλίου και ανάγνωσης, Κοζάνη, 1999, σσ. 136 – 144.

Παπαδόπουλος Π., Καισαρεία. Ένας ιστορικός οικισμός της Δυτικής Μακεδονίας, Πολιτιστικός Σύλλογος Καισαρείας, Κοζάνη, 2002, σσ. 215 – 222.

Ρωμαίος, Κ., Κοντά στις ρίζες, Έρευνα στον ψυχικό κόσμο του ελληνικού λαού, Β΄ έκδοση, Αδελφοί Γ. Ρόδη Α.Ε., Αθήνα, 1980, σσ. 50 – 56,

Σιαμπανόπουλος Κ., Οι Λαζαρίνες, Σύνδεσμος Γραμμάτων και Τεχνών Νομού Κοζάνης, Θεσσαλονίκη, 1973, σσ. 11 – 18.

[13] Για την τοποθέτηση των λαογράφων σε σχέση με το φολκλορισμό, την αναπαραγωγή και τη δημιουργία εθίμων βλέπε ενδεικτικά: Μερακλής Μ. Γ., Ελληνική Λαογραφία. Ήθη και Έθιμα, Οδυσσέας, 1998.

[14]Turner, V., Bruner, E., (επιμ.), The Anthropology of Experience, University of Illinois Press, Chicago, 1986.

[15] Για τη διαλεκτική σχέση τεχνικής-τεχνουργήματος και ταυτοτικών μορφωμάτων, ατόμων και συλλογικοτήτων βλέπε: Herzfeld, M., The Poetics of Manhood: Contest and Identity in a Cretan Mountain Village, Princeton University Press, Princeton, 1985.

Lamet, E., « Les Danses Folkloriques, gestes rituelles » στο Documents d΄Ethnologie Régionale: Tradition et Histoire dans la Culture Populaire, vol. 11: 1990, Grenoble, σσ. 54-62.

Vansina, J., Oral Tradition as History, University of Wisconsin Press, Wisconsin, 1985.

Καμπουζίδη, Γ., «Η Λαογραφία ανάμεσα στα ένστικτα και τη λογική» στο Διαβάζω: Αφιέρωμα στη Λαογραφία 245:1990, σσ. 71-74.

[16] Η συνδιαλλαγή αντικρουόμενων, φαινομενικά έστω, πολιτισμικών τεχνουργημάτων με αποτέλεσμα τη σύνθεση ενιαίων, κοινά αποδεκτών χρηστικών πολιτισμικών ταυτοτικών εκφάνσεων παρουσιάζεται ως κοινότυπη πρακτική (Mάργαρη, Ζ. Ν., 2004)

Η χρήση του όρου συνδιαλλαγή πραγματοποιείται εδώ με την εννοιοδότηση του Fabian. Για περισσότερες πληροφορίες βλέπε σχετικά: Fabian, J., Power and Performance. Ethnographic Explorations through Proverbial Wisdom and Theater in Shiba Zaire, Wisconsin, 1990.

MΑΡΓΑΡΗ, Ζ. Ν. (2004): «Χορευτικές περιηγήσεις: Παράλληλες περιπλανήσεις στο χωροχρόνο» ανακοίνωση στην Προσυνεδριακή Ημερίδα που συνδιοργανώθηκε από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και το Κέντρο Ιστορικής και Λαογραφικής Έρευνας «Ο Απόλλων», με τίτλο Ο ΧΟΡΟΣ ΩΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΛΛΑΔΑ και πραγματοποιήθηκε τη 19η Σεπτεμβρίου 2004 στην Καρδίτσα. (υπό έκδοση)

[17] Fabian, J., Power and Performance. Ethnographic Explorations through Proverbial Wisdom and Theater in Shiba Zaire, Wisconsin, 1990.

[18] Για τη συλλογιστική διαδρομή βλέπε σχετικά στις απόψεις των Πασχαλίδη, Γ. (1999), Prynenty, Z. (1999), πως οι ταυτότητες ως συνισταμένη ενός τρίπτυχου που περιλαμβάνει θεσμικά, φαντασιακά και συμβολικά στοιχεία, βρίσκονται σε αέναο μετασχηματισμό μέσα από- αυτό- και έτερο- προσδιοριστικές διαδικασίες.

Πασχαλίδης, Γ. «Η πολιτισμική ταυτότητα ως δικαίωμα και ως Απειλή η Διαλεκτική της ταυτότητας και η Αμφιθυμία της Κριτικής» στο «Εμείς» και οι «άλλοι»: αναφορά στις τάσεις και τα σύμβολα, Κωνσταντοπούλου, Χρ. (επιμ.)., ΕΚΚΕ, Αθήνα, Τυπωθήτω, 1999, σ. 73.

Prynenty, Z. «Πολιτισμική Ταυτότητα: Μεταξύ Μύθου και Πραγματικότητας» στο «Εμείς» και οι «άλλοι»: αναφορά στις τάσεις και τα σύμβολα, Κωνσταντοπούλου, Χρ. (επιμ.)., ΕΚΚΕ, Αθήνα, Τυπωθήτω, 1999, σσ.  49-50.

[19] Με τον όρο ανακατασκευή αναφερόμαστε στους τρόπους με τους οποίους η διαλεκτική με τη μορφοποιητική, σημασιολογικά και ερμηνευτικά, διάστασή της επιδρά, σύμφωνα με τις απόψεις των Maclntyre, Α. (1984, 1988), Myerhoff, B. (1986) και Jung H. Y.(1988) στις τελεστικές τέχνες όπως η μουσική και ο χορός.

Maclntyre, Α., After Virtue: A Study in Moral Theory, University of Notre Dame Press, Notre Dame, Indiana, 1984.

Maclntyre, Α., Whose Justice? Which Rationality?, University of Notre Dame Press, Notre Dame, Indiana, 1988.

Myerhoff, B., “Life not Death in Venice: Its Second Life” στο Turnrer, V., Bruner, E., (επιμ.), The Anthropology of Experience, University of Illinois Press, Chicago, 1986.

Jung, H. Y., “Being, Praxis and Truth: Towards a Dialogue between Phenomenology and Marxism” στο Dialectical Anthropology 12:1988, σσ.307-328.