Αναζήτηση
Προχωρημένη Αναζήτηση
 
  ΑΡΧΕΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΧΟΡΟΥ  
  ΣΚΟΠΟΙ- ΔΡΑΣΕΙΣ
  ΔΙΟΙΚΗΣΗ
  ΕΠΙΤΙΜΑ ΜΕΛΗ - ΕΦΟΡΟΙ -ΣΥΜΒΟΥΛΟΙ
  ΣΥΜΠΟΣΙΑ ΓΙΑ TH ΜΕΤΑΒΑΣΗ ΤΟΥ ΧΟΡΟΥ ΑΠΟ ΤΟ ΑΓΡΟΤΙΚΟ ΣΤΟ ΑΣΤΙΚΟ  
  ΣΥΜΠΟΣΙΑ
  ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΑ ΑΡΘΡΑ & ΕΡΓΑΣΙΕΣ  
  ΟΛΑ ΤΑ ΑΡΘΡΑ
  ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΜΟΥΣΙΚΟΧΟΡΕΥΤΙΚΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΠΡΕΒΕΖΗΣ  
  H ΜΟΥΣΙΚΟΧΟΡΕΥΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΠΡΕΒΕΖΗΣ
  ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ «COSMO ECHO - ΣΥΝΗΧΗΣΗ ΤΩΝ ΛΑΩΝ ΤΗΣ ΓΗΣ»  
  «COSMO ECHO» - GREECE 2007
  ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΧΟΡΟΥ «COSMO DANCE»  
  ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΧΟΡΟΥ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ
 
 
 
 
 
 
 
 
 
  Ο ΘΕΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΝΟΡΙΑΣ  
     
 
 
Ενορία καταρχήν σημαίνει την «εν τόπω» Εκκλησία, που λειτουργεί μέσα σε καθορισμένα γεωγραφικά όρια της πόλης ή του χωριού. Πρόκειται για την ορθόδοξη κοινότητα και κοινωνία με μοναδικό σημείο αναφοράς το πρόσωπο του Χριστού και του πλησίον. Βασικό γνώρισμά της η κοινή πίστη και παράδοση που επιβεβαιώνονται στη Σύναξη «τη διδαχή τη κοινωνία τη κλάσει του άρτου και ταις προσευχαίς» .
Ο σκοπός της κοινωνίας αυτής είναι η ανακάλυψη της «Εντός ημών Βασιλείας» , μέσα από την άσκηση αγάπης και αλληλεγγύης στον καθημερινό βίο.
 
     
 
 
Ο ΘΕΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΝΟΡΙΑΣ
Πρωτοπρεσβύτερος Νεκτάριος Χριστοδουλάκης
 

ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Μέσα στα πλαίσια του επιλεγόμενου μαθήματος «Η Μητρόπολη και η Ενορία στην Ιστορία, το Παρόν και το Μέλλον» μου ανατέθηκε η εργασία να αναπτύξω το θέμα «Τομείς που μπορεί να προσφέρει η Ενορία σήμερα».
Η Ενορία είναι το κύτταρο της πνευματικής ζωής της Εκκλησίας μας. Κι αν υπάρχει σήμερα μια ελπίδα για την αναγέννηση του πνευματικού μας βίου αυτή δεν μπορεί πουθενά αλλού να στηριχθεί, παρά μόνο στην αναγέννηση της Ενορίας και στην ανακάλυψη του σημαντικού και σπουδαίου ρόλου που αυτή καλείται, μπορεί και οφείλει να διαδραματίσει στην σύγχρονη εποχή μας.
Ευχή μας είναι, η σύγχρονη Ενορία να καταφέρει να δίνει στους πιστούς τη δυνατότητα να γνωρίσουν και να βιώσουν το μυστήριο της Εκκλησίας «ως Σώμα Χριστού» και όχι ως ένα απρόσωπο θρησκευτικό καθίδρυμα, αλλ’ ως μια οικογένεια, ως μια κοινωνία αδελφικής αγάπης, που όλοι μαζί πορεύονται στην Βασιλεία του Θεού.
 
 
Ο ΘΕΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΝΟΡΙΑΣ
Ενορία καταρχήν σημαίνει την «εν τόπω» Εκκλησία, που λειτουργεί μέσα σε καθορισμένα γεωγραφικά όρια της πόλης ή του χωριού. Πρόκειται για την ορθόδοξη κοινότητα και κοινωνία με μοναδικό σημείο αναφοράς το πρόσωπο του Χριστού και του πλησίον. Βασικό γνώρισμά της η κοινή πίστη και παράδοση που επιβεβαιώνονται στη Σύναξη «τη διδαχή τη κοινωνία τη κλάσει του άρτου και ταις προσευχαίς».(1) Ο σκοπός της κοινωνίας αυτής είναι η ανακάλυψη της «Εντός ημών Βασιλείας»(2), μέσα από την άσκηση αγάπης και αλληλεγγύης στον καθημερινό βίο.
Την Ενορία εκπροσωπεί και διοικεί ο Εφημέριος, υπό τον Επίσκοπο ο οποίος εγγυάται την ορθοτόμηση της αλήθειας και την ενότητα της πίστεως στην περιφέρεια που διαποιμαίνει «ελέω Θεού». Ο Επίσκοπος χειροτονεί και εγκαθιστά (3) τους πρεσβυτέρους της Επισκοπής του και ευθύνεται για την πιστή άσκηση των καθηκόντων τους.
Η διοικητική αυτή οργάνωση, δεν αίρει ωστόσο την αυτοτέλεια της Ενορίας που υπάρχει ως πλήρης Εκκλησία, ως σώμα Χριστού με κεφαλή τον Ίδιο (4) και μέλη τα πρόσωπα που μετέχουν στη ζωή της, έστω με τα προβλήματά τους. Έκαστο μέλος ανήκει, φυσικά, στο Σώμα, τρέφεται απ’ αυτό και αναπτύσσεται, έχοντας «υπογραμμόν» (5) τον Ιησού Χριστό. Όλα τα μέλη ζουν στο πνεύμα αλληλεγγύης και της αγάπης μεταξύ τους.
Η διαφορά του «μυστικού» αυτού Σώματος από ένα φυσικό οργανισμό έγκειται, κατά τον απαράμιλλο χαρακτηρισμό του Παύλου στην αφθαρσία του ενός και τη φθαρτότητα του άλλου. Οι λειτουργίες που συντελούνται στο φυσικό σώμα, στην ανάπτυξη και συντήρησή του, προεικονίζουν απλώς τη σωτηριολογική διάσταση του Σώματος της Εκκλησίας. Τα υλικά μέσα επενδύονται σε σταθερές, ανώλεθρες, πνευματικές και ηθικές αξίες. Μέσω αυτών τα μέλη προάγονται και αναδεικνύονται «χάριτι Θεού» μέτοχοι της Βασιλείας του, κατά το παράδειγμα των αγίων. Με τη βεβαιότητα αυτής της πίστεως η Ενορία δεν εξαντλείται στη «διά λόγου» μετάδοση της αλήθειας ούτε μόνο στη Σύναξη και τέλεση της Θείας Λειτουργίας. Μετέχει σε όλες τις εκδηλώσεις και τις δραστηριότητες των μελών της, στις χαρές και τις λύπες, για να διαδηλώσει μαζί με τον εφημέριο, τον ενεργό ρόλο της σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής. Ο λόγος της αλήθειας περνά από την πίστη στην πράξη και από τη λατρεία στην εφαρμογή της αγάπης μεταξύ τους.
 
ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ ΕΝΟΡΙΑΣ
Εφόσον η Ενορία, όπως γνωρίζουμε, είναι η έκφραση της μίας αγίας, καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, και το έργο της Ενορίας είναι κι αυτό ταυτόσημο με το έργο της Εκκλησίας. Η Ενορία λοιπόν, έχει έργο την ένωση των μελών της με τον Χριστό και μεταξύ τους, με σκοπό τον απόλυτο και τέλειο αγιασμό τους, δηλαδή, τη σωτηρία τους. Το έργο αυτό της ενότητας και του εξαγιασμού των πιστών είναι Λειτουργικό, Κηρυκτικό- Κατηχητικό και Κοινωνικό, όπως θα δούμε στη συνέχεια, αφού πούμε λίγα για τον αγιασμό των πιστών.
Το έργο της Ενορίας μεταξύ των πιστών είναι η αγιαστική και πνευματική επαφή του καθενός για την τελείωσή του. Αυτό πραγματοποιείται με την προσωπική γνωριμία των υπευθύνων πνευματικών ηγετών της Ενορίας με τα μέλη της, αλλά και με την συνεχή προσωπική συμμετοχή του καθενός στη μυστηριακή και την όλη λειτουργική ζωή της Ενορίας. Με τη συμμετοχή αυτή πραγματοποιείται στην Ενορία η θεία υιοθεσία των πιστών και τελικά η θέωση τους. Αποστολή της Εκκλησίας του Χριστού, δεν είναι απλώς η συγκέντρωση πολλών πιστών σε μία Ενορία και η καλή οργάνωσή τους, αλλά η μετάπλασή τους σε νέα δημιουργήματα «καινή κτίση». Ο Ιησούς Χριστός είναι το πρότυπο. Δηλαδή, Αυτός ενανθρώπησε για τη σωτηρία μας και έθεσε την κοινωνία των δύο φύσεων- της θείας και της ανθρωπίνης- στο Σώμα Του. Έτσι επιτυγχάνεται η κοινωνία μας εντός της Ενορίας με την επουράνια Τριαδική Θεότητα. Με τον ίδιο τρόπο οφείλουμε και εμείς να γίνουμε διά της Εκκλησίας, κοινωνοί και μέτοχοι της Θεότητος, που ενανθρώπησε στον Χριστό, γεγονός που σημαίνει τη θέωση της ανθρωπότητός μας. Είπαμε ήδη πως το έργο της Ενορίας είναι καταρχήν Λειτουργικό. Αυτό σημαίνει ότι πραγματοποιείται η ένωση των πιστών μεταξύ τους και με τον Χριστό κατά τη Θεία Λειτουργία, η οποία αποτελεί τη Βασιλεία του Θεού και το κέντρο και την έκφραση της ενότητας της Εκκλησίας.
Όταν λέμε ότι το έργο της Ενορίας είναι λειτουργικό δεν εννοούμε φυσικά μόνο τη Θεία Λειτουργία, αλλά το λειτουργικό έργο της Εκκλησίας πραγματοποιείται και με τα άλλα μυστήρια, που έχουν τον αυτό σκοπό, δηλαδή, την ενσωμάτωση των πιστών στην Εκκλησία και την ένωση μεταξύ τους και με τον Χριστό. Έτσι:
   Στο Βάπτισμα, ό άνθρωπος απαρνείται τον παλαιό κόσμο και ενσωματώνεται στην «καινή κτίση» της Εκκλησίας.
   Στο Χρίσμα γίνεται η σφράγιση αυτής της ενότητας με τα χαρίσματα του Αγίου πνεύματος.
   Στην Ιεροσύνη γίνεται η καθοσίωση των λειτουργών της ενότητας της Εκκλησίας.
   Στη Μετάνοια με την άφεση των αμαρτιών γίνεται η αποκατάσταση του μετανοούντος μέλους στην Εκκλησιαστική κοινωνία.
   Στον Γάμο, που είναι το μυστήριο της εν Χριστώ ενώσεως των συζύγων, συντελείται το «πέρασμα»και επομένως η μεταμόρφωση του φυσικού γάμου στις διαστάσεις της Εκκλησίας.
   Τέλος στο Ευχέλαιο τα ασθενή μέλη της Εκκλησίας αποδίδονται και πάλι υγιή στην κοινωνία της Εκκλησίας.
Τα μυστήρια δεν είναι πράξεις ιδιωτικής ευσεβείας, ούτε μέσα για την ατομική σωτηρία, αλλά γεγονότα της ζωής της Εκκλησίας, με τα οποία οι πιστοί προσλαμβάνονται στο Σώμα της Εκκλησίας, παίρνουν ειδικά χαρίσματα για την οικοδομή του Σώματος της Εκκλησίας, ενισχύεται ο σύνδεσμος της ενότητας με την Εκκλησία ή αποκαθίσταται στην πλήρη ενότητα σε περίπτωση πτώσεως και αποκοπής από το μυστήριο της κοινωνίας.
Κατά δεύτερον, το έργο της Ενορίας είναι Κηρυκτικό-Κατηχητικό. Το κήρυγμα της Εκκλησίας διαφέρει στην ουσία του από το κήρυγμα των διαφόρων Θρησκειών και των φιλοσοφικών και κοινωνικών συστημάτων. Αυτό συμβαίνει γιατί δεν έχει σαν σκοπό την ατομική τελείωση με την άσκηση της ατομικής αρετής, αλλά την συνειδητή ένταξη των πιστών στο Σώμα της Εκκλησίας, έτσι ώστε να γίνουν μέτοχοι της εν Χριστώ απολυτρώσεως. Είναι γνωστό πως το Ορθόδοξο κήρυγμα και η κατήχηση πρέπει να είναι Χριστοκεντρικά. Για να είναι όμως αληθινά Χριστοκεντρικά πρέπει να είναι και Τριαδοκεντρικά και Εκκλησιοκεντρικά. Και είναι Εκκλησιοκεντρικά, όταν έχουν την Εκκλησία ως πηγή, σκοπό και περιεχόμενό τους. Πηγάζουν από την Εκκλησία, διότι η Εκκλησία είναι ο μόνος αλάθητος κήρυκας του κηρύγματος του Ευαγγελίου. Έχουν σκοπό την οικοδομή της Εκκλησίας και γι’ αυτό το περιεχόμενό τους είναι μυσταγωγικό, δηλαδή εισάγει στη ζωή της Εκκλησίας.
Τρίτον το έργο της Ενορίας είναι Ποιμαντικό. Βεβαίως και το κήρυγμα και η κατήχηση και το κοινωνικό έργο μπορούμε να πούμε πως είναι άσκηση της Ποιμαντικής. Εδώ όμως αναφέρουμε την πλευρά του έργου, που απευθύνεται στον καθένα προσωπικά. Το Ποιμαντικό έργο της Ενορίας απευθύνεται περισσότερο από τα άλλα εκκλησιαστικά λειτουργήματα προς τον συγκεκριμένο άνθρωπο, την μοναδική και ανεπανάληπτη ανθρώπινη ψυχή, η οποία σήμερα συνθλίβεται από τη «μάζα» και νοσταλγεί να υπάρξει και να γίνει παραδεκτή ως πρόσωπο. Με το εξατομικευμένο λοιπόν ποιμαντικό έργο η διστακτική και πονεμένη ψυχή του σημερινού ανθρώπου μπορεί να βοηθηθεί και να έχει κοινωνία με το μυστήριο της πίστεως.
Τέλος, τέταρτον, το έργο της Ενορίας είναι Κοινωνικό – Φιλανθρωπικό. Η πρόνοια ή το φιλανθρωπικό έργο της Εκκλησίας, καθώς και η παροχή ηθικής και ψυχολογικής συμπαραστάσεως και παραμυθίας προς τους πάσχοντες ψυχικά ασκείται από την Εκκλησία σαν αποκάλυψη της αλήθειας την οποία αυτή ζει. Η αλήθεια, αυτή είναι ότι οι Χριστιανοί είναι «μέλη Χριστού» και «μέλη αλλήλων» και επομένως δεν είναι δυνατόν παρά «είτε πάσχει ένα μέλος» να πάσχουν μαζί «όλα τα μέλη», «είτε δοξάζεται ένα μέλος», να χαίρουν μαζί «όλα τα μέλη» (6).
Η φιλανθρωπία δεν αποτελεί για την Εκκλησία διακοσμητικό στοιχείο ή ευκαιρία για προβολή των λειτουργών της ή ακόμη και μέσον για την επιβολή της Εκκλησίας στον σύγχρονο κόσμο, αλλά είναι επακόλουθο της ουσίας της ως σώματος Χριστού.
Όσο οι Χριστιανοί «Χριστοποιούνται» τόσο και η Εκκλησία ζει τον «παροξυσμό της αγάπης», τον οποίο ζούσε και η Αποστολική Εκκλησία των Ιεροσολύμων, όπως σημειώνει ο Ευαγγελιστής Λουκάς στις πράξεις των Αποστόλων: «όλοι δε οι πιστοί έμεναν μαζί και είχαν όλα κοινά», «και κανένας δεν έλεγε ότι κάτι από τα υπάρχοντά του είναι δικό του» «ούτε υπήρχε κανένας φτωχός μεταξύ τους» (7).
Παρόμοια κατά τους μεταποστολικούς χρόνους οι Χριστιανοί που ζουν την Εκκλησία σαν Σώμα Χριστού, όταν δεν έχουν οικονομική ευχέρεια για να θρέψουν φτωχούς «νηστεύουν δύο ή τρείς μέρες», για να τους δώσουν την «αναγκαία τροφή». Ο Κλήμης ο Ρώμης λέει πως πολλοί φυλακίζονταν για να ελευθερώσουν άλλους, άλλοι πάλι πουλούσαν τους εαυτούς τους σαν δούλους και με τα χρήματα έτρεφαν άλλους (8).
Το θαυμαστό αυτό πνεύμα της εκκλησιοκεντρικής πρόνοιας που θαυματούργησε και κατά τους Βυζαντινούς χρόνους πρέπει και πάλι να διαποτίσει κάθε μορφή της Ενοριακής εκκλησιαστικής μας φιλανθρωπίας, η οποία σήμερα φυτοζωεί και στερείται την εκκλησιολογική θεμελίωση. 
 
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΝΟΡΙΑΣ- ΤΩΡΙΝΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ
1) Σε πολύ παλαιότερους χρόνους αλλά και σήμερα στις χώρες της Ιεραποστολής, της Αφρικής και της Ασίας, η Ενορία οικοδομεί απλούς χώρους τους οποίους διαμορφώνει σε σχολεία, ορφανοτροφεία, ιατρεία κ.λ.π., για την κατήχηση, την εκπαίδευση και την περίθαλψη αναγκών της Κοινότητας. Ο Ναός και δίπλα η κατοικία του εφημέριου λειτουργούν ως κέντρο πολλαπλής διακονίας, όπου συμμετέχουν λαϊκά μέλη προσφέροντας αγαθά και υπηρεσίες προς τους ενδεείς αδελφούς.
Η εξέλιξη σε μεγαλύτερες μονάδες φιλανθρωπίας είναι γνωστή από την εποχή του Μ. Βασιλείου και του Ιερού Χρυσοστόμου και συνεχίζεται αργότερα με διακυμάνσεις και προσαρμογές, που υπαγόρευσαν οι εκάστοτε ανάγκες και συγκυρίες όπως διωγμοί, κατακτήσεις, ξεριζωμοί, λοιμοί κ.ο.κ.
Η Εκκλησία από την εμφάνισή της στον κόσμο εφαρμόζει πρώτα τη ρήση «ουκ επ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος αλλ’ επί παντί ρήματι εκπορευομένω διά στόματος Θεού» (9). Είναι φανερό πως η συντήρηση του σώματος δεν είναι ο σκοπός αλλά η προϋπόθεση, βασικής ωστόσο αξίας, για την πνευματική πορεία και ανέλιξη του ανθρώπου. Και η Ενορία έχει κύρια αποστολή και χρέος, να διακονεί ανάγκες προκειμένου να παράσχει ολόπλευρη βοήθεια στα μέλη.
Ο Ιερέας δεν είναι μόνο λειτουργός και υπηρέτης των Μυστηρίων ούτε μόνο ο φιλόπτωχος αδελφός. Είναι ο καλός ποιμένας που γνωρίζει τα πρόβατα «κατ’ όνομα» και θυσιάζεται για να προφυλάξει το ποίμνιο από κάθε επιβουλή (10).
Έχοντας συνείδηση της πολλαπλότητας των προβλημάτων, των κινδύνων αλλά και των ψυχοσωματικών παθών και των κοινωνικών κρίσεων και εκρήξεων η Ενορία επιχειρεί σήμερα να εφαρμόσει νέες μεθόδους εξατομικευμένης περίθαλψης ακόμα και «κατ΄οίκον» στο μέτρο πάντα των δυνατοτήτων της.
Για το σκοπό αυτό συνεργάζεται με φορείς και εξειδικευμένα πρόσωπα, ιατρούς, νοσηλευτές, κοινωνιολόγους, ψυχολόγους κ.α., οι οποίοι μαζί με τον εφημέριο ασκούν ουσιαστική διακονία προς τον άνθρωπο, ιδιαίτερα τον εμπερίστατο.
2) Η ραγδαία εξέλιξη των επιστημών της Ιατρικής, κυρίως το τελευταίο τέταρτο του εικοστού αιώνα έλυσε, ως γνωστό, πολλά οξύτατα προβλήματα στον τομέα της υγείας, όπου ανίατες αρρώστιες έχουν καταπολεμηθεί ή εξαλειφθεί. Στο ίδιο όμως διάστημα νέα φοβερά νοσήματα απειλούν το σώμα και την ψυχή όσο και το φυσικό περιβάλλον.
Η παθογένεια, που πλήττει τη σύγχρονη κοινωνία, συνέπεια της ανάπτυξης νέων τεχνολογιών αλλά και της υπερκατανάλωσης πόρων, δεν εκδηλώνεται μόνο στο επίπεδο ασθενειών του σώματος. Επιδρά άμεσα και έμμεσα, στις λειτουργίες της ψυχής, πολλαπλασιάζοντας τα προβλήματα και τις δυσκολίες στην αντιμετώπισή τους. Όπως παρατηρεί ο Ι. Χρυσόστομος, η θεραπεία των ψυχικών παθών δεν είναι μόνο διαφορετική αλλά και δυσχερέστερη εκείνων του σώματος.
Απέναντι στη νέα αυτή πραγματικότητα η Ενορία έχει χρέος να αναπροσαρμόζει προγράμματα και μεθόδους, ώστε να ανταποκριθεί στις ανάγκες της πνευματικής και κοινωνικής αποστολής της. Σ’ ένα τέτοιο έργο οι Μητροπόλεις οφείλουν να ενισχύσουν την Ενορία με έμψυχο δυναμικό και μέσα, όπως ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές εκπομπές επιστημονικού επιπέδου, σεμινάρια επιμόρφωσης στελεχών με στόχο τη δραστηριοποίηση και τον εκσυγχρονισμό της.
Ειδικότερα η σύγχρονη Ενορία μπορεί να λειτουργήσει ως θεραπευτική εκκλησιαστική δύναμη με άριστα αποτελέσματα, επειδή προχωρεί πέρα από τον αυτόνομο ουμανισμό όπου εγκλωβίζονται συχνά άλλες θεραπευτικές πρωτοβουλίες όπως και το ίδιο το κράτος (11).
Η ενίσχυση της ενοριακής ζωής, σε συνδυασμό και με την ανακάλυψη της παράδοσης από τις πηγές, εδώ και αρκετά χρόνια, θα σημάνει τη μοναδική ελπίδα για την 3η χριστιανική χιλιετία. Ελπίδα που θα τη συνοδεύει καθώς επιφορτίζεται τα βάρη της προηγούμενης και προπαντός του τελευταίου αιώνα.
 
ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΡΟΛΟΥ ΤΗΣ ΕΝΟΡΙΑΣ
Η σοβούσα κρίση στους κόλπους της σημερινής Ενορίας, που φαίνεται να προχωρεί στα κύτταρα του Εκκλησιαστικού Σώματος, δεν επιχωριάζει μόνο στην οργάνωση και την άσκηση της ποιμαντικής διακονίας- όπου διαπιστώνεται πραγματικό χάος- ούτε βεβαίως σε ζητήματα γλώσσας και κατανόησης όπως θα νόμιζαν πολλοί.
Το «κατεξοχήν» πρόβλημα εντοπίζεται στα ΜΕΛΗ όπου, εκτός του λαϊκού «στοιχείου» συγκαταλέγονται, ως γνωστό, οι επίσκοποι, οι πρεσβύτεροι και οι διάκονοι με ανάλογο ποσοστό ευθύνης έκαστος. Ακριβέστερα, η κρίση υπάρχει σε μένα, το επώνυμο ή ανώνυμο μέλος και εκδηλώνεται ως δυσλειτουργία και δυσαρμονία στη σχέση μου με τα άλλα μέλη ή πρόσωπα, ανεξαρτήτως θρησκεύματος, φυλής ή συγγένειας. Το φαινόμενο αυτό, βασική αιτία του ηθικού και κοινωνικού προβλήματος μπορεί να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά μέσα από τη Σύναξη και τη λατρεία. Η συνειδητή ένταξη στο Σώμα της Εκκλησίας, εν προκειμένω της Ενορίας, περιλαμβάνει λύσεις όλων των προβλημάτων των μελών, ενώ μπορεί να συμβάλλει αποφασιστικά στη μείωση των κοινωνικών εντάσεων και των κοινωνικών ανισοτήτων.
Για τη λατρεία, που συμπυκνώνει και αναδεικνύει τον πλούτο της εσωτερικής ζωής της Ενορίας, προβάλλει η ανάγκη συνειδητοποίησης, από ένα έκαστο μέλος, της αξία της, ως κοινωνίας αγάπης «εν μυστηρίω», ως αλήθειας που μπορεί να ελευθερώσει τον άνθρωπο και ως ενότητας πίστεως που μπορεί να τον σώσει.
Οι έννοιες αυτές, εναλλασσόμενες και ταυτιζόμενες, σημαίνουν επικοινωνία του Σώματος της Εκκλησίας και έκαστου μέλους με την Κοινωνία του Τριαδικού Θεού, μέσα από τις «παντοδαπώς» τελούμενες λατρευτικές πράξεις με κορυφαία το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας.
Προσερχόμαστε στη Σύναξη και τη λατρεία για να λειτουργηθούμε και να λειτουργήσομε ως πρόσωπα και ως σύνολο στο οποίο ο Χριστός, «αυτόν έδωκεν κεφαλήν, υπέρ πάντα, τη Εκκλησία ήτις εστί Σώμα αυτού» (12).
Με την ίδια έννοια είμαστε μέλη αρμοσμένα σε Σώμα, συμπροσευχόμενα και όχι παριστάμενα ως απλοί θεατές και ακροατές των τελουμένων. Συμμετέχομε προσευχόμενοι «υπέρ αλλήλων και υπέρ ημών» (13) προκειμένου να ανταποκριθούμε, ηθικά και λογικά, στο διενεργούμενο λειτουργικό και λατρευτικό διάλογο. Ένα διάλογο με τον «αφανώς» παρόντα Χριστό (14) και φανερούς διαλεγόμενους τους λειτουργούς, τους χορούς και όλα τα μέλη, τα οποία συμμετέχουν με απόλυτη ισοτιμία.
Εδώ ίσως είναι χρήσιμή η ακόλουθη, κοινότυπη επισήμανση: Συχνά, κατά την τέλεση της Θείας Λειτουργίας και των άλλων μυστηρίων, η στάση μελών της λατρευτικής κοινότητας χαρακτηρίζεται από εθυμοτυπική ή αδιάφορη μέχρι αντικανονική και ανάρμοστη. Οι συστάσεις των ιερέων και οι εγκύκλιοι των επισκόπων συχνά δεν φέρουν τα προσδοκώμενα αποτελέσματα, επειδή απλώς δεν είναι θέμα τάξεως, αλλά πρόβλημα που εντάσσεται στο χώρο της ποιμαντικής και κατήχησης των ενοριτών.
Κρίνοντας, με αγάπη και επιείκεια πάντα, τη γνωστή όσο και δυσάρεστη εικόνα, διαπιστώνει κανείς την οδυνηρή απόσταση ανάμεσα στην τελειότητα των τελούμενων κατά τη λατρεία και την αδυναμία συμμετοχής και βίωσής τους. Η αποστασιοποίηση του πληρώματος από το πνεύμα της λατρείας- στο βαθμό που διαπιστώνεται- απεικονίζει, όχι τόσο την περιφρόνηση μιας ύψιστης όντως αξίας, όσο μια βαθιά εσωτερική κρίση των μελών. Η μείωση του φαινομένου παραπέμπει, στις αιτίες που το προκαλούν και βεβαίως στην αναζήτηση τρόπων και μεθόδων αποτελεσματικής αντιμετώπισής του.
Η λύση προαπαιτεί κυρίως συναίσθηση του νοήματος της λατρείας, ως του μέγιστου αγαθού για την παρούσα και μέλλουσα ζωή και άρα καλλιέργεια αυτού του αγαθού με συμμετοχή και κατάφαση.
Για την επίτευξη ενός τέτοιου στόχου προέχει βεβαίως ο φωτισμός του Αγίου Πνεύματος- η προκαταρκτική Χάρη- όσο και η ενεργοποίηση του ιερέα- ποιμένα. Η ανάπτυξη ποιμαντικής πρωτοβουλίας και η στράτευση ενοριτών, προσκαλούμενων με πνεύμα αγάπης και διάκρισης από τον ίδιο, θα σημάνει το πρώτο και σημαντικότατο βήμα προς ανακάλυψη του χαρισματικού ρόλου της Ενορίας και της ανακαίνισης του Σώματος των πιστών.
 
ΕΝΟΡΙΑ, ΑΔΙΕΞΟΔΑ ΚΑΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ
Στην παλιά αγροτική κοινωνία, οι άνθρωποι ταύτιζαν τον εαυτό τους με το πατροπαράδοτο χωριό και τη γειτονιά και η ταύτιση αυτή είχε άμεση σχέση με την λειτουργική ζωή της Εκκλησίας. Κέντρο της κοινωνικής ζωής ήταν ο Ναός και η Ενορία. Όλη η Ενορία, όλο το χωριό, μια οικογένεια, μια Εκκλησία. Γιορτές και πανηγύρια, οι γιορτές της Εκκλησίας. Η εκκλησιαστική ζωή διαπερνούσε όλη την κοινωνική ζωή, ενώ η κοινωνική ζωή διαποτιζόταν από το φιλάνθρωπο και φιλόθεο πνεύμα της εκκλησιαστικής ζωής. Αποτέλεσμα αυτού του τρόπου ζωής, ήταν η κοινωνία, η φιλοξενία, η φιλανθρωπία, η συμμετοχή στα κοινά. Οι άνθρωποι γενικά επικοινωνούσαν και συμμετείχαν στη χαρά και στη λύπη του άλλου, στην ευτυχία και στην δυστυχία, στη ζωή και στο θάνατο.
Με το πέρασμα όμως στην αστικοποίηση της ελληνικής κοινωνίας και ιδιαιτέρως με τον εκδυτικισμό της από τους Βαυαρούς (1830), όλα τα αυτονόητα άρχισαν να γκρεμίζονται ένα-ένα :
-Κέντρο της κοινωνικής ζωής έπαψε να είναι ο Ναός και η Ενορία.
Η πολιτική και κοινωνική ζωή, η ψυχαγωγία, ο χορός, το τραγούδι, η παιδεία, όλα αποδεσμεύθηκαν από την εκκλησιαστική ζωή.
-Ενώ παλαιότερα ο Ναός αποτελούσε ένα ορατό κέντρο αναφοράς, σήμερα ο Ναός χάθηκε μέσα στις πολυκατοικίες.
Για να τον βρείς δεν αρκεί να ξέρεις την περιοχή που βρίσκεται, πρέπει να ξέρεις οδό και αριθμό!
-Ενώ παλαιότερα η Ενορία ήταν ο χώρος απασχόλησης και το κέντρο αναφοράς, σήμερα με την μεγάλη τεχνολογική πρόοδο διαμορφώθηκαν άλλα κέντρα αναφοράς που απομάκρυναν τον άνθρωπο από το χώρο της Ενορίας :Το εργοστάσιο-το πανεπιστήμιο- το internet-καφέ.
Το αποτέλεσμα ήταν να διαμορφωθούν νέες ιδέες, νέες αξίες και νέος τρόπος ζωής.
Όλοι γνωρίζουμε ότι ζούμε σε απρόσωπες, σκληρές και απάνθρωπες κοινωνίες, που καταχρηστικά μπορούν να ονομασθούν κοινωνίες, αφού στην πραγματικότητα δεν υπάρχει κοινωνία.
Η σύγχρονη κοινωνία είναι ατομοκεντρική. Οι άνθρωποι έχασαν την μεταξύ τους επαφή και επικοινωνία. Ζουν στους ίδιους χώρους, αλλά οι καρδιές τους είναι απομακρυσμένες.
Η νέα αντίληψη δόμησης των πόλεων και ο νέος τύπος κατοικίας που επινοήθηκε
εκφράζει όχι μόνο κακογουστιά και έλλειψη πολιτισμού, αλλά και το βαθύ αίσθημα μοναξιάς του σημερινού ανθρώπου. Η πολυκατοικία παρότι αποτελεί εξωτερικά μια κτιριακή ενότητα, εν τούτοις χωρίζει και αποξενώνει τους κατοίκους της. Στην πολυκατοικία χάθηκε η γειτονιά, οι σχέσεις των γειτόνων, οι πόρτες οι ανοιχτές. Στην πολυκατοικία, κάτω από το σίδερο και το τσιμέντο θάφτηκε το γέλιο και το παιχνίδι των παιδιών. Στο ασανσέρ το χαμόγελο έγινε βιαστικό και τυποποιημένο.
Στο δρόμο, στο λεωφορείο, στο σχολείο, στο κατάστημα, παντού, ο άνθρωπος κουβαλάει την μοναξιά, την πλήξη και την ανία. Οι άνθρωποι σήμερα έχουν απογοητευτεί από τον δυτικό τρόπο ζωής, που κυριαρχείται από τον ατομισμό και τη φιλαυτία και γι’ αυτό αναζητούν την οργανωμένη κοινότητα, τον παραδοσιακό τρόπο ζωής, την γαλήνη και την ηρεμία.
Και αυτή η αναζήτηση φαίνεται :
α) Από το ότι εκατομμύρια νέοι ζητούν καταφύγιο σε διάφορες κοινότητες της μη- χριστιανικής Ανατολής, όπου αναζητούν τη χαμένη οικογένεια, τη πραγματική κοινωνία, την εσωτερική ισορροπία, μια όαση μέσα στην έρημο της απάνθρωπης κοινωνίας.
β) Οι άνθρωποι ιδίως στις μεγαλουπόλεις συγκροτούν διάφορους συλλόγους για να έχουν κάποια επικοινωνία με τον τόπο καταγωγής τους και να ξαναθυμηθούν τον παραδοσιακό τρόπο ζωής.
γ) Η αναζήτηση του παραδοσιακού τρόπου ζωής φαίνεται επίσης από το ότι οι ανθρωποι σήμερα :
1) Θέλουν να βλέπουν παλιές κινηματογραφικές ταινίες, οι οποίες βγάζουν ένα ιδιαίτερο ήθος και παραπέμπουν σε μια άλλη εποχή.
2) Θέλουν και μαθαίνουν παραδοσιακά όργανα και παραδοσιακούς χορούς.
3) Είναι της μόδας σήμερα η βυζαντινή μουσική και η βυζαντινή αγιογραφία.
4) Οι άνθρωποι σήμερα γέμισαν τα σπίτια τους με βυζαντινές εικόνες, παραδοσιακά έπιπλα και παλαιά αντικείμενα.
δ) Οι άνθρωποι σήμερα προσπαθούν να ξανασυνδεθούν με το χωριό :
1) Γι’ αυτό και ανακαινίζουν τα πατρικά τους σπίτια η κτίζουν κάποιο εξοχικό όπου καταφεύγουν τα Σαββατοκύριακα και τις μεγάλες γιορτές.
2) Αν όμως δεν έχουν αυτή τη δυνατότητα, τότε ταξιδεύσουν πολλά χιλιόμετρα για να αγοράσουν χωριάτικο ψωμί, κρασί και γιαούρτι.
Όλα αυτά δείχνουν, εκφράζουν την ανάγκη των ανθρώπων να αυτοεπιβεβαιώσουν :
1) Ότι υπάρχει και κάτι άλλο πέρα και έξω από την κόλαση της τσιμεντούπολης.
2) Ότι υπάρχει και κάτι άλλο εκτός από ασυνάρτητη, άσχετη, ασύνδετη και ακοινώνητη αστική κοινωνία στην οποία ζούμε.
3) Ότι υπάρχει ένας άλλος τρόπος ζωής που ταιριάζει απόλυτα στον άνθρωπο, στη φύση του, στις προδιαγραφές του, στις δυνατότητές του : Ο κοινοτικός τρόπος ζωής.
Με τα πρότυπα της κοινοτικής ζωής προσπαθεί να επανασυνδεθεί σήμερα ο άνθρωπος. Και αυτό γιατί ο άνθρωπος είναι δημιουργημένος για κοινωνία. Δεν μπορεί να επιζήσει χωρίς κοινότητα. Ο άνθρωπος είναι κοινωνικό ον.
Λέμε στην ορθόδοξη θεολογία ότι ο Θεός έδωσε στον ανθρωπο κάποιες θεοειδείς δυνάμεις, ικανότητες, δυνατοτητες, ιδιότητες που τις έχει και ο Ίδιος ο Θεός :
-Ο Θεός είναι ελεύθερος και έδωσε στον άνθρωπο την ελευθερία.
-Ο Θεός είναι δημιουργικός και έδωσε στον άνθρωπο την ικανότητα να δημιουργεί.
-Ο Θεός είναι αγάπη και έδωσε στον άνθρωπο την ικανότητα να αγαπάει.
-Ο Θεός είναι κοινωνικός και έδωσε στον άνθρωπο την ικανότητα να κοινωνεί με τους άλλους.
Τις θεοειδείς αυτές δυνάμεις, τις ικανότητες αυτές, τις δυνατότητες αυτές του «κατ’ εικόνα», τις έχουμε μέσα μας, όχι βέβαια στον απόλυτο βαθμό που τις έχει ο Θεός (Αυτός Άκτιστος εμείς κτιστοί), αλλά τις έχουμε. Έχουν σπαρεί μέσα στη φύση μας, σαν σπόρος που κρύβει μέσα του όλη τη δυναμική του φυτού. Δεν είναι ακόμη φυτό, αλλά κάτω από κατάλληλες συνθήκες μπορεί να αναπτυχθεί.
Τώρα τι σημαίνει ότι ο ανθρωπος είναι προικισμένος με την κοινωνικότητα ;
Σημαίνει ότι :
-Όπως ο Θεός δεν είναι μόνος, μοναξιά, αλλά κοινωνία τριών προσώπων,
-Όπως ο Θεός δεν είναι μονάδα αλλά Τριάδα-Τρία Πρόσωπα, όπου το ένα πρόσωπο κατοικεί μέσα στο άλλο αντίστοιχα, χάριν μιας ακατάπαυστης αμοιβαίας αγάπης,
-Έτσι και ο ανθρωπος, που είναι δημιουργημένος «κατ’εικόνα» αυτού του Θεού, είναι κοινωνικός :
-Πραγματώνεται, ολοκληρώνεται, γίνεται πρόσωπο, όταν ζει μέσα στους άλλους και για τους άλλους.
Αποστολή της Εκκλησίας είναι να δώσει στον άνθρωπο τον κατάλληλο χώρο, τη ζωτική μήτρα, για να μπορέσει ο άνθρωπος να καλλιεργήσει και να αναπτύξει το θείο δώρο της κοινωνικότητος.
Και τα μεγάλα ερωτήματα που τίθενται στο σημείο αυτό είναι :
1) Η ενορία που είναι το κύτταρο της Εκκλησίας, εκπληρώνει σήμερα την αποστολή της;
2) Προσφέρει τον ζωτικό χώρο για την ανάπτυξη και καλλιέργεια μιας κοινοτικής ζωής;
3) Βοηθάει τον σύγχρονο άνθρωπο να βγει από τον εαυτό του, να ανοιχτεί και να αγκαλιάσει τον συνάνθρωπο, να κοινωνήσει μαζί του και έτσι να ολοκληρωθεί αξιοποιώντας τις δυνατότητές του;
4) Συμβάλλει στη μείωση των προβλημάτων που επέφερε η αστικοποίηση;
5) Μήπως έχει γίνει «εγκόσμια» στον τρόπο λειτουργίας της και δεν διαφέρει από οποιαδήποτε δημόσια υπηρεσία;
6) Μήπως η ενορία σήμερα έχει γίνει μουσείο, όπου μαραζώνει η εκκλησιαστική ζωή;
Αυτές οι ερωτήσεις υπογραμμίζουν μια κρίση που διέρχεται η ενοριακή ζωή και μας προσφέρουν κίνητρα για αυτοκριτική, που δυστυχώς σπάνια γίνεται και που όμως μπορεί να μας βγάλει από τα αδιέξοδα. Αυτή η κρίση είναι αποτέλεσμα κάποιων προβλημάτων-αδιεξόδων που παρατηρούνται στη προσπάθεια ανάπτυξης της κοινοτικής ζωής.
ΤΑ ΑΔΙΕΞΟΔΑ
1) Το μέγεθος της Ενορίας.
Το πρώτο αδιέξοδο στην πορεία για την πραγμάτωση της εκκλησιαστικής-κοινοτικής ζωής μέσα στα όρια της Ενορίας, είναι το μέγεθος της Ενορίας. Η σύγχρονη αστική Ενορία των 20.000, 50.000 και 100.000 ψυχών, επιβεβαιώνει τον απρόσωπο και αντιεκκλησιαστικό χαρακτήρα της εκκλησιαστικής μας ζωής. Η Ενορία «μαμούθ»,από τη φύση της, έχει χάσει το χαρακτήρα της κοινότητος, της οικογένειας και έχει μεταβληθεί σε μια θρησκευτική συναγωγή, σε ένα σύνολο απομονωμένων ατόμων, σε μια απρόσωπη ιερή μάζα. Βέβαια δεν παραγνωρίζουμε το γεγονός, ότι από πλευράς των ποιμενόμενων πιστών, μόνο ένα μέρος απ’ αυτούς που θεωρητικά ανήκουν σε μια αστική ενορία, εχει σχέση με την ενορία. Με βάση δε τη διαπίστωση αυτή, θα μπορούσε να πει κανείς, ότι ο αριθμός των ενοριτών περιορίζεται κατά πολύ. Και όμως!!! Η πράξη αποδεικνύει, ότι στα αστικά κέντρα και αυτός ο αριθμός είναι τόσο μεγάλος, ώστε να μη μπορούν να ανταποκριθούν οι ποιμένες στο πνευματικό τους έργο.
Το ποιμαντικό αίτημα της εποχής μας, το οποίο θα έπρεπε να είχαμε σεβαστεί πολύ νωρίτερα, αν η θεολογία μας δεν είχε χάσει την οργανική της σχέση με τη ζωή των ανθρώπων, είναι η δημιουργία μικρών ενοριών, με μικρούς ιερούς ναούς, υπό την ποιμαντική ευθύνη ενός Πρεσβυτέρου, που δεν θα είναι ο «εφημέριος», αλλά ο ποιμένας, ο πνευματικός πατέρας, έτοιμος να θυσιαστεί για το ποίμνιο του Κυρίου, ανταποκρινόμενος στις προσωπικές ανάγκες των αδελφών της οικογένειας.
Το ευχάριστο είναι, ότι το αίτημα αυτό άρχισε να ωριμάζει και να γίνεται καθολικό, γιατί όπως φαίνεται μας πρόλαβαν οι εξελίξεις. Έφθασε ο καιρός, όπου οι Ενορίες θα λειτουργούν ως μικρές κοινότητες και όχι ως απρόσωπες κρατικές οντότητες-υπηρεσίες. Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η Ενορία στην ρωμαίικη παράδοσή μας ταυτιζόταν οριακά με το χωριό και την κοινότητα. Ο Επίσκοπος δε, φρόντιζε, ώστε και τα μεγαλύτερα χωριά να έχουν τόσους ιερείς, που να αντιστοιχεί ο καθένας σε 200-300 ψυχές. Η Ενορία δεν μπορεί να πάσχει από γιγαντισμό, γιατί τότε γίνεται δυσκολοποίμαντη. Η Ενορία είναι μια διευρυμένη οικογένεια. Έχει όρια, γι’ αυτό και λέγεται εν-ορία.
Αυτό το αίτημα για επανασυγκρότηση της Ενορίας, σημαίνει αναπόφευκτα πολλαπλασιασμό των ενοριών και ενδεχομένως την κατάργηση της επαγγελματικής ιερωσύνης. Όταν ο Πρεσβύτερος της ευχαριστιακής σύναξης πάψει να αντλεί το βιοπορισμό του από την ιερατική του διακονία, τότε θα είναι αληθινός εκφραστής της αλήθειας και εμπειρίας της λειτουργικής του κοινότητος και όχι επαγγελματικός εκπρόσωπος ενός οργανισμού. Η ιερωσύνη τότε, θα ξαναβρεί τον χαρισματικό της χαρακτήρα και η ευχαριστιακή κοινότητα τον ιεραποστολικό δυναμισμό της (Χ.Γιανναράς).
Το πείραμα αυτό, άρχισε να εφαρμόζεται στις ενορίες της ορθόδοξης διασποράς στην Ευρώπη. Επιστήμονες, των πιο διαφορετικών κλάδων, ασκούν το προσωπικό τους επάγγελμα για την συντήρηση των οικογενειών τους και ταυτόχρονα ποιμαίνουν τις ενορίες τους (15).
2) Η διοίκηση της Ενορίας
Ένα άλλο αδιέξοδο στη διαμόρφωση της χριστιανικής κοινότητος είναι εκείνο της διοίκησης. Δυστυχώς ο τομέας της διοίκησης έχει καταντήσει πολύ παγερός, σκληρός και αποπροσωποποιημένος. Κι αυτό γιατί έχασε η εκκλησιαστική διοίκηση τον προσανατολισμό της και τον στόχο της. Αντί η εκκλησιαστική διοίκηση να διακονεί τον συνάνθρωπο, να στοχεύει στην πνευματική ανάπτυξη του προσώπου, να καλλιεργεί την αίσθηση της αδελφότητας και να διαμορφώνει την χριστιανική οικογένεια, έχει εγκλωβιστεί στον κλοιό της γραφειοκρατίας και προσπαθεί να «διατηρήσει τη μηχανή σε λειτουργία», ξοδεύοντας αμέτρητες ώρες :
-Για την σύνταξη του προϋπολογισμού.
-Για την εξεύρεση και αύξηση των εσόδων.
-Για την τακτοποίηση των λογαριασμών.
-Για διάφορες επιδιορθώσεις και την συντήρηση του κτιρίου του ναού.
-Χωρίς να αναφερθούμε στη συμπλήρωση των πιστοποιητικών και την επικόλληση χαρτοσήμων και κληρικοσήμων.
Όμως η διοίκηση και η οργάνωση της Ενορίας πρέπει να στοχεύουν στον ανθρωπο και όχι στις εισπράξεις.
Χρειάζεται να καταλάβουμε ότι η συλλογή χρημάτων είναι μέσον και όχι σκοπός για την ανάπτυξη μιας χριστιανικής κοινότητας. Δεν χρειαζόμαστε χρήματα για να πλησιάσουμε τον συνάνθρωπό μας και να του δείξουμε αγάπη και κατανόηση. Δυστυχώς όμως σήμερα : «επιτυχημένες εν-ορίες»,θεωρούνται αυτές που έχουν μεγάλες εισπράξεις. Ένα μέρος δε του πληθυσμού θεωρεί ποιο « επιτυχημένο» τον ιερέα που έχει περισσότερα τυχερά.
Στο σημείο αυτό θα ήθελα να καταθέσω 2 παραδείγματα, που δείχνουν την ανεπάρκειά μας, τον αποπροσανατολισμό μας, την έλλειψη στόχου, κατεύθυνσης.
α) Πελατειακή σχέση
Ας ρίξουμε μια ματιά στον τρόπο με τον οποίο υποδεχόμαστε τους ανθρώπους, όταν έρχονται για να ορίσουν ένα μυστήριο η για να πάρουν ένα πιστοποιητικό.
1) Όταν ένα ζευγάρι έρχεται να μας συναντήσει για μια άδεια γάμου πως το αντιμετωπίζουμε; Εκμεταλλευόμαστε την ευκαιρία για να γνωριστούμε με τους αυριανούς γονείς και να τους καθοδηγήσουμε στη καινούργια τους ζωή;
2) Όταν ο πατέρας έρχεται για να ορίσει τη βάπτιση του παιδιού του, πόσοι από μας καθόμαστε να συζητήσουμε μαζί του για τις νέες του εμπειρίες ως γονέα;
3) Όταν η μητέρα η πολύτεκνη έρχεται για να σφραγίσει το πιστοποιητικό πολύτεκνης οικογένειας, πόσοι από μας δείχνουμε ενδιαφέρον για την εξέλιξη και την πρόοδο αυτών των παιδιών;
4) Πόσοι από μας, αξιοποιούμε την συνάντησή μας με τους πενθούντες για να ξεδιπλώσουμε τα αισθήματά μας, να παρηγορήσουμε και να ενισχύσουμε τους πονεμένους αδελφούς μας;
Όλα αυτά δείχνουν όχι μόνο ελλειψη στόχου και υπευθυνότητας που εμείς ως ποιμένες εχουμε, αλλά και την μεγάλη κρίση ταυτότητας που περνάει η Εκκλησία.
Ο πολύς λαός, αυτός που βαπτίζεται, παντρεύεται, κηδεύει, ασθενεί, κατατρέχεται, συναντά την αδιαφορία της Εκκλησίας. Περιμένει μάταια να κατέλθουμε από το ύψους της μακαριότητός μας και να καταδεχθούμε να ασχοληθούμε με την ψυχή του.
Και το ερώτημα που τίθεται είναι : Για ποιόν άλλο, παρά για τον λαό δεν υπάρχει η Εκκλησία; Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι η Εκκλησία μας περνά μια μεγάλη κρίση ταυτότητος;
Κι αν εμείς οι ποιμένες αρκεσθούμε σε μια πελατειακή σχέση με το ποίμνιο, «Τι θέλετε; Βάπτιση; Γάμο; Μάλιστα, εντάξει, να ζήσετε, στο καλό, τελειώσαμε»,τότε άλλοι χώροι θα αναλάβουν αυτό, που εμείς αρνούμαστε η δεν μπορούμε να δώσουμε.
β) Το εκκλησιαστικό συμβούλιο
Το δεύτερο παράδειγμα που δείχνει την ανεπάρκεια της εκκλησιαστική διοίκησης και την έλλειψη στόχου, κοινοτικής ανάπτυξης της Ενορίας είναι : Το εκκλησιαστικό συμβούλιο.
Όλοι μας αυτό το εκκλησιαστικό όργανο το έχουμε ταυτίσει στη συνείδησή μας με τα οικονομικά.
Το εκκλ. συμβούλιο θεωρείται ως μια οικονομική επιτροπή ελέγχου και εξισορροπισμού. Βασικός στόχος του εκκλ. συμβουλίου είναι συνήθως οι «εισπράξεις» και οι « οικοδομικές εργασίες» (κτισίματα- αγιογράφηση κ.λ.π.) «Χαμένοι μέσα στα διοικητικά και οικονομικά, στις οικοδομικές εργασίες, ακόμη και σε έργα φιλανθρωπίας, λησμονήσαμε ότι το πρώτιστο έργο της Εκκλησίας είναι ο άνθρωπος. Οι ναοί μας γίνονται όλο και μεγαλύτεροι, όλο και ομορφότεροι, για να στεγάσουν όμως χριστιανούς χωρίς μετάνοια, χωρίς ελπίδα, χωρίς χαρά.
Πολλοί κληρικοί μας και εκκλ. σύμβουλοι είναι προθυμότατοι να ξοδέψουν για έργα οικοδομικά που θα παραμείνουν, διασώζοντας έτσι τη δική τους μνήμη στους αιώνες, όχι όμως για έργα κατηχήσεως που θα οικοδομήσουν ψυχές.Αυτά δεν φαίνονται ούτε γράφονται πουθενά. Οι πατέρες όμως δια του Αγ. Μαξίμου μας υπενθυμίζουν : «Ο άνθρωπος είναι Εκκλησία μυστική». Γι’ αυτόν επιτελούνται τα νυν, γι’ αυτόν υπάρχουν τα έσχατα. Γι’ αυτόν αποφάσισε ο Χριστός ν’ αφήσει ιερείς» (16).
Το λάθος μας σήμερα είναι ότι κτίζουμε ναούς και όχι κοινότητες, που να εκφράζουν μια κοινή εν Χριστώ ζωή. Και βέβαια,θα ηταν αφελές, εάν αγνοούσαμε τις φυσικές ανάγκες μιας Ενορίας. Όπως ένας πατέρας δεν παραμελεί τις ανάγκες της οικογένειας για τροφή και στέγη, αλλά και δεν περιορίζεται μόνο σ’ αυτές, έτσι και ο πνευματικός πατέρας που βλέπει πιο μακριά θα καλύψει τις φυσικές ανάγκες της οικογένειάς του, αλλά θα καλύψει και κείνες τις πνευματικές :
-Θα καλλιεργήσει τις διαπροσωπικές σχέσεις μεταξύ των μελλών, την αγάπη και την ευαισθησία προς τον συνάνθρωπο.
Με άλλα λόγια: Όπως ακριβώς συμπεριφερόμαστε στις οικογένειές μας, με τον ίδιο τρόπο πρέπει να συμπεριφερόμαστε και στην εκκλησιαστική μας οικογένεια. Χρειάζεται να δείξουμε ότι τα οικονομικά είναι μέσον και όχι σκοπός. Για να αναπτύξουμε μια χριστιανική κοινότητα δεν χρειαζόμαστε χρήματα, αλλά αγάπη και κατανόηση προς τον συνάνθρωπο. Ετσι, αν η Εκκλησία είναι μια κοινότητα προσώπων που έχουν κοινή ζωή,αν η Εκκλησία είναι μια οικογένεια, τότε το εκκλ. συμβούλιο θα έπρεπε να εκφράζει αυτή την οικογενειακή ζωή. Θα έπρεπε δηλ. το εκκλησιαστικό συμβούλιο κυρίως και προπαντός να ασχολείται με τα προβλήματα της οικογένειας-Ενορίας :
-Με την φροντίδα των ασθενών
-Με τη βοήθεια των αδυνάτων
-Με την παρηγοριά των πενθούντων
-Με τα προβλήματα της νεολαίας κ.λ.π.
Αυτό ακριβώς τονίζε και ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ.Χριστόδουλος σε μια εγκύκλιό του προς τους εκκλ. επιτρόπους :
«Δεν πρέπει να λησμονήσετε ότι δεν διορισθήκατε απλώς και μόνον για να εισπράττετε η για να καταμετράτε τα χρήματα……….Η ενορία είναι κυρίως κέντρο πνευματικής, λατρευτικής, ιεραποστολικής και κοινωνικής ζωής και προσφοράς… πρέπει να μελετήσετε τρόπους για την πνευματική αναβάθμιση της ενορίας σας (17).
3) Θεία Ευχαριστία και Ενορία
Τρίτο σοβαρό πρόβλημα που οδηγεί την ενοριακή ζωή σε αδιέξοδο είναι η αποξένωση της Θείας Ευχαριστίας από την κοινότητα. Η Θεία Ευχαριστία δεν είναι μια κάθετη επικοινωνία του πιστού με το Θεό, αλλά είναι και οριζόντια μεταξύ των μελών της κοινότητος. Η Θεία Ευχαριστία δεν είναι μια πράξη ατομική, αλλά σύναξη «επί το αυτό», όλων όσων κατοικούν και ζουν σε συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο.
Η Ενορία νοείται πάντα σε γεωγραφικά όρια (εν-ορίοις) και ποτέ κοινωνιολογικά. Γι’ αυτό και είναι απαράδεκτες οι Θ. Λειτουργίες για μαθητές, επισήμους, εργαζόμενους, κυρίες κ.λ.π.
Η Θεία Ευχαριστία είναι σύναξη όλων των μελών της κοινότητας, αυτών που ζουν στην ίδια γειτονιά και συναναστρεφόμαστε. Είναι συνάντηση του πλησίον. Είναι συνάντηση αδελφών, όχι αγνώστων και ανωνύμων. Είναι συνάντηση συγκεκριμένη, σε συγκεκριμένο χώρο, ποτέ αφηρημένη.
Κι αυτό γιατί αποκλειστικός στόχος της Θείας Λειτουργίας είναι να κάνει εκείνους που συμμετέχουν μια ευχαριστιακή κοινότητα, Σώμα Χριστού, που σημαίνει :
-Να έχουν ένα ουσιαστικό σύνδεσμο μεταξύ τους.
-Να είναι μια οικογένεια.
-Να μοιράζονται τη ζωή τους.
-Να συμμετέχουν ο ένας στις ταλαιπωρίες, στις αγωνίες, στις θλίψεις αλλά και στις χαρές του άλλου.
-Να ζουν ως εν Χριστώ αδελφοί.
Στην καθημερινή ζωή ως γνωστόν δημιουργούνται μεταξύ των ανθρώπων της Ενορίας-συνοικίας-γειτονιάς,-προβλήματα : Εχθρότητες, ανταγωνισμοί, ψυχρότητες.
Στη Θεία Λειτουργία όμως της Ενορίας, μας δίνεται η δυνατότητα να δούμε τον γείτονά μας ως εν Χριστώ αδελφό, να του ξαναπούμε καλημέρα, να ζεσταθούν οι καρδιές μας. Με αυτούς που συναναστρεφόμαστε στην καθημερινή μας ζωή, μ’ αυτούς πρέπει να αδελφωθούμε στη Θεία Λειτουργία, για να μπορέσουμε όλη τη εβδομάδα να τους βλέπουμε και να τους αισθανόμαστε :
-όχι ως εχθρούς
-όχι ως ανταγωνιστές
-όχι ως αντικείμενα εκμετάλλευσης
-όχι ως σκεύη ηδονής
-όχι ως νούμερα
-αλλά ως εικόνες του Θεού και μέλη του ιδίου σώματος.
Να μπορούμε να χαιρόμαστε μ’ αυτούς όταν χαίρονται και να κλαίμε όταν κλαίνε. Αυτός είναι ο λόγος που στην Ενορία πρέπει να συνάγονται χριστιανοί, όχι από άλλα μέρη, αλλά από τη γειτονιά που συζούν καθημερινά.
Η χριστιανική αγάπη, είναι αγάπη κυρίως προς τον πλησίον και όχι προς τον άγνωστο και αφηρημένο άνθρωπο.
Και ενώ έτσι έχουν τα πράγματα εκκλησιολογικώς, αυτό που συμβαίνει σήμερα αποτελεί μια κραυγαλέα διαστροφή και ουσιαστικά κατάργηση της Λειτουργίας :
α) Οι εκκλησιαζόμενοι είναι άγνωστοι μεταξύ αγνώστων. Είναι τόσο άγνωστοι, όσο και στις κερκίδες των γηπέδων.
β) Όχι μόνο δεν έχουν μεταξύ τους κανένα σύνδεσμο, αλλά συνήθως αδιαφορούν επιδεικτικά ο ένας για τον άλλο.
Και αυτό συμβαίνει γιατί, με την πάροδο των αιώνων η Θεία Λειτουργία από διαδικασία κοινωνίας και αγάπης, έχει μεταβληθεί σε μια τελετουργική παράσταση. Η Λειτουργία έγινε τελετουργία. Έφυγε η έμφαση από το βίωμα της κοινωνίας μεταξύ των μελών της κοινότητας και πήγε στη δεξιοτεχνία και την επιβλητικότητα της παράστασης. Λησμονήσαμε ότι στη Λειτουργία πάμε για να γίνουμε Σώμα Χριστού, με ότι αυτό συνεπάγεται και :
-όχι για να απολαύσουμε την ικανότητα του ψάλτη.
-όχι για να δούμε τα χρυσοκέντητα άμφια του Δεσπότη.
-όχι για να απολαύσουμε το θησαυρό μιας ένδοξης παράδοσης.
-όχι για να ικανοποιήσουμε κάποια ψυχολογική και συναισθηματική ανάγκη.
Όταν πιστεύουμε ότι με τη Θ. Λειτουργία θα επιτύχουμε τη δική μας σωτηρία, ερήμην του αδελφού μας, τότε βλασφημούμε γιατί αντιλαμβανόμαστε μαγικά, δηλαδή λανθασμένα το μυστήριο του Χριστού.
Μπορεί κάποιος, αλήθεια, που παρακολουθεί τη Θ. Λειτουργία να κοινωνήσει με το Θεό, εάν δεν λέει ούτε καλημέρα σ’ αυτόν που βρίσκεται δίπλα του; Κατά την σαφή δήλωση του Ευαγγελιστή της αγάπης Αγίου Ιωάννη : «Εκείνος που λέει ότι αγαπάει το Θεό που δεν βλέπει και δεν αγαπάει τον συνάνθρωπο που βλέπει είναι ψεύτης» (18). Δεν είναι λοιπόν δυνατόν να κοινωνεί κανείς με το Θεό, χωρίς να κοινωνεί με τον συνάνθρωπο. Ο σύγχρονος άνθρωπος, φορτωμένος με την απόγνωσή του, με μια τρομακτική ανασφάλεια, αποκομμένος, μόνος μέσα στη κοινωνία, αλλά και μέσα στην ίδια του την οικογένειά του, έχει αρχίσει και εξοργίζεται με τα ωραία μας λόγια.
Αυτά που του λέμε ψάχνει και δεν τα βρίσκει :
α) Του λέμε ότι η Θ. Ευχαριστία είναι το μυστήριο της ενότητας, της αγάπης, της αδελφοσύνης, αλλά μετά την απόλυση:
-Ο ένας αδιαφορεί για τον άλλον.
-Παγωμένες σχέσεις και επιφανειακοί χαιρετισμοί.
β) Του λέμε ότι είναι μέλος τίμιο του Σώματος του Χριστού και τον κρατάμε σε απόσταση :
-δεν επιτρέπεται καν να έχει γνώμη.
-Η μόνη περίπτωση που μιλάει είναι όταν θελήσει να εξομολογηθεί, για να δεχθεί τότε κεραυνούς και ισοπεδωτική αντιμετώπιση.
Όχι ο σύγχρονος άνθρωπος δεν ονειρεύτηκε έτσι την επαφή του με το Θεό. Γι’ αυτό και απομακρύνεται από την Εκκλησία.
Καταφεύγει στις προτεσταντικές και ανατολικές παραφυάδες, γιατί εκεί θα συναντήσει το ανθρώπινο περιβάλλον, την ανάληψη πρωτοβουλιών και την αμεσότητα της λατρευτικής γλώσσας. Πάει αλλού για να μιλήσει, με τους ύμνους των αιρέσεων, με τις κραυγές των γηπέδων, με τα ουρλιαχτά της ροκ μουσικής. Εκεί μπορεί να μιλήσει, σε μας παραμένει βουβός.
4) Οι ενοριακοί τουρίστες
Ο ενοριακός τουρισμός, είναι πολύ συνηθισμένος στις μέρες μας, κυρίως στις μεγαλουπόλεις και αποτελεί πληγή για το Σώμα του Χριστού. Οδηγεί σε αδιέξοδο κάθε προσπάθεια διαμόρφωσης κοινοτικής ζωής. Ο ενοριακός τουρισμός είναι ξένος προς την πραγματικότητα της Εκκλησίας και παραπέμπει σε εξυπηρέτηση ψυχολογικών και θρησκευτικών αναγκών. Αυτό, όμως, που σώζει τον άνθρωπο, είναι η δέσμευσή του σε μια οικογένεια εκκλησιαστική, στην οποία ανταποκρίνεται σταθερά και όχι ως τουρίστας ευχαριστιακών συνάξεων.
Δεν έχουμε αντιληφθεί ότι ενοριακή ζωή σημαίνει κοινή ζωή και σταθερή παρουσία προσώπων.
Η Εκκλησία όπως είπαμε είναι μια κοινότητα, έχει μια κοινή ζωή και επομένως οι άνθρωποι που μετέχουν σ’ αυτήν την κοινότητα μοιράζονται ότι έχουν και ότι είναι. Η Εκκλησία είναι μια οικογένεια με ανθρώπους οι οποίοι συνδέονται μεταξύ τους με δεσμούς αγάπης, αισθάνονται ο ένας τον άλλο σαν αδελφό και προσπαθούν να μοιρασθούν τη ζωή τους. Να διαβάσουμε πως περιγράφει την Εκκλησία ο Λουκάς στις Πράξεις των Αποστόλων και συγκεκριμένα στο 2ο κεφάλαιο, όπου οι πρώτοι χριστιανοί προσπαθούν να μοιρασθούν ότι έχουν και ότι είναι. Αυτό είναι Εκκλησία. Απέναντι λοιπόν σ’ αυτή την οικογένεια καλούμαστε να αναλάβουμε το μέρος της ευθύνης που μας αναλογεί. Καλούμαστε να δεσμευτούμε και να ξετυλίξουμε δεσμούς αγάπης και φιλανθρωπίας μέσα στην οικογένεια.
Ως ενοριακοί τουρίστες όμως δεν θέλουμε να δεσμευτούμε. Γυρίζουμε τις Κυριακές ως τουρίστες από ενορία σε ενορία, άγνωστοι μεταξύ αγνώστων.
-Στην πρώτη ενορία συμπαθούμε τον Ιερέα, αλλά μας ενοχλεί ο ψάλτης.
-Στην δεύτερη ενορία μας αρέσει ο ψάλτης, αλλά μας πειράζει ο ναός.
-Στην Τρίτη ενορία αγανακτούμε με τους Ιερείς η τους επιτρόπους και πάει λέγοντας.
Σε κάθε Ενορία υπάρχει κάτι που μας γοητεύει και κάτι που μας ενοχλεί. Δεν αναλαμβάνουμε όμως να ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα, να μιλήσουμε, να τους πούμε τι μας ενοχλεί, να κάνουμε τα παράπονά μας. Εξ ορισμού όμως δεν είναι δυνατόν να αλλάζουμε ενορίες, όπως δεν είναι δυνατόν να αλλάζουμε οικογένειες. Ή θα έχουμε μια οικογένεια ή θα είμαστε ορφανοί. Το να μην μένουμε πουθενά φαίνεται εύκολο και ανώδυνο,γιατί κρυβόμαστε, δεν εκθέτουμε τον εαυτό μας στη σχέση. Παραμένουμε ανεύθυνοι απέναντι σε όλους, αφού με κανένα δεν ζούμε μαζί. Παραμένουμε χωρίς εστία, μόνοι και ερημοι.
Η δέσμευση μάς τρομάζει, γιατί μέσα στην κοινότητα οι άλλοι λειτουργούν ως καθρέφτης μας. Δίνουν μια εικόνα του εαυτού μας λιγότερο τέλεια και αυτάρεσκη από τη δική μας, άρα και ανεπιθύμητη. Η ουσιαστική συνύπαρξη σημαίνει να ζήσουμε με τα σφάλματα και τις αδυναμίες τις δικές μας και των άλλων. Σημαίνει να περιορίσουμε το δικό μας θέλημα για να συγχωρέσουμε και το θέλημα του διπλανού μας. Με άλλα λόγια νομίζουμε ότι η δέσμευση, η προσφορά, το άνοιγμα προς τον άλλο, απειλεί το εγώ μας από μια ενδεχόμενη αποτυχία η ανεπάρκεια. Δεν συνειδητοποιούμε όμως πως έξω από την κοινότητα, ο εαυτός μας δεν γίνεται φτωχότερος ή πλουσιότερος, αλλά ανύπαρκτος. Και αυτό γιατί εγώ υπάρχω, επειδή πρώτα συνυπάρχω. Εάν δεν συναντήσω το Εσύ, τότε Εγώ δεν υφίσταμαι. Στην έξοδό μας για να συναντήσουμε τον άλλο, είναι απαραίτητη η δέσμευση σ’ ένα πλέγμα σχέσεων, μέσα σε συγκεκριμένη κοινότητα, όπου οι αγαπητικές σχέσεις μπορούν να θεραπεύσουν τον άνθρωπο, να τον αναγεννήσουν και να τον μεταβάλλουν από άτομο σε πρόσωπο.
 
ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ
Το θέμα Ενορία και τα προβλήματά της δεν είναι θέμα………ενοριακό, αλλά κυρίως και προπαντός θέμα εκκλησιαστικό, έχει σχέση με τη γενικότερη συνάντηση Εκκλησίας και κόσμου.
Γι’ αυτό μέσα στα πλαίσια αναζήτησης διεξόδων, ως πρώτο βήμα πιστεύουμε, πρέπει να δοθεί ο λόγος στη θεολογία.
Πριν από την υιοθέτηση και εφαρμογή των όποιων πρακτικών λύσεων, πρέπει να διαπιστωθεί η αιτία του προβλήματος.
Πως θα γνωρίσει ο σημερινός Έλληνας ποια είναι η αυθεντική ορθόδοξη ζωή, που οδηγεί στη θέωση, αν δεν έχει πρόσβαση στην πατερική θελογική σκέψη;
Μόνο μέσα από τη θεολογία θα βρούμε ανόθευτη την παράδοσή μας. Μόνο μέσα από τη θεολογία μπορεί να συνειδητοποιήσουμε, ότι κύριος σκοπός της Ενορίας δεν είναι να εξαντλείται σε «τελετές» και «πανυγήρια», αλλά να αποτελεί «εργαστήριο» σωτηρίας-θεώσεως, δηλαδή θεραπείας του ανθρώπου. Όταν η Ενορία καταλάβει τον λόγο για τον οποίο υπάρχει, τότε θα πάψει να είναι τόπος περιπτωσιακής συνάντησης και θα γίνει κέντρο όλης της ζωής. Τότε ο Ναός δεν θα είναι αποκλειστικά και μόνο χώρος τελετών ή κέντρο λατρείας, αλλά θα λειτουργεί όπως ακριβώς το «Καθολικό» μέσα στο Μοναστήρι. Όπως στο μοναστικό κοινόβιο η λειτουργία του Ναού συνεχίζεται στη λειτουργία της κοινής Τράπεζας και του Κελλιού, έτσι και σε μια αυθεντική ορθόδοξη Ενορία, η λειτουργία του Ναού προεκτείνεται στα σπίτια των ενοριτών ,που γίνονται «κατ’οίκον» Εκκλησίες. Η «επιστροφή» στην Ενορία, στην κοινότητα είναι με τη Χάρη του Θεού δυνατή.
Γιατί ο Θεός θέλησε να παραμείνει ζωντανό στη ζωή μας το πρότυπο της ενοριακής ζωής, που είναι το κοινοβιακό Μοναστήρι. Οσο υπάρχουν Μοναστήρια δεν χάνεται η ελπίδα.
Το πρώτο συνεπώς βήμα μας είναι η επανασύνδεσή μας με την πατερική θελογία, για να μπορέσουμε να απελευθερωθούμε από την τρομερή σύγχυση που στοιβάζεται επί αιώνες μέσα μας.
Ως δεύτερο βήμα, θα προτείναμε την επανασυγκρότηση της Ενορίας.
Σήμερα οι πολυάνθρωπες ενορίες είναι ανάγκη να διασπαστούν σε υποενορίες, ώστε ο ενορίτης να μπορεί να ποιμαίνεται, να μην είναι ξένος και άγνωστος μεταξύ αγνώστων.
Το μικρό και ευκίνητο οργανωτικό σχήμα της ενοριακής κοινότητας είναι το βασικότερο αίτημα της εποχής μας, για την ενότητά μας, τη συναδέλφωσή μας, την επιβίωσή μας. Με βάση τις μικρές ενορίες θα ξαναβρεί η εκκλησιαστική μας ζωή την αληθινή της σημασία. Αυτό όμως απαιτεί κατάργηση των ενοριών – Μαμούθ, οι οποίες χάνονται μέσα στο γιγαντισμό τους, γιατί ακριβώς δεν λειτουργούν ως αδελφότητες και κοινότητες.
Και ως τρίτο βήμα για την έξοδο από τα αδιέξοδα, θεωρούμε κάποιες πρακτικές λύσεις :
1. Mετά την βίωση του Μυστηρίου της Θ. Ευχαριστίας, θα μπορούσαν οι ενορίτες, βασισμένοι στο γεγονός του Μυστηρίου, να μοιράζονται λίγες ώρες μαζί.
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ :
«Θυμάμαι προ ετών, ένας πολύ καλός Επίσκοπος που είχε πολλές δραστηριότητες, μετά από μια διάλεξη μου λέει :Κοίταξε βρε παιδάκι μου, η μητρόπολή μας έκλεισε 100 δραστηριότητες πριν ένα μήνα, τι άλλο να κάνω; -Λέω : «Γέροντα, να βάλετε μια 101η. Μετά τον εκκλησιασμό, τη Θ. Λειτουργία, οι άνθρωποι να πίνουν ένα καφέ».
Τουλάχιστον να ξεκινήσουμε από αυτό που μπορούμε, να γνωριζόμαστε μεταξύ μας……..
Αν μοιραστούμε λίγο καφέ η κάποιο γλυκό μέσα στην Εκκλησία, μετά τη Λειτουργία, είναι ένας τρόπος να σπάσει ο πάγος και να γνωριστούμε με τον γείτονα, κάτω από τον Παντοκράτωρα, με παρούσα την Μεσίτρια και συνδαιτημόνες τους Αγίους.
2. Μέσα από αυτή τη γνωριμία και τη συζήτηση :
-Ο Ιερέας θα γίνει οικείος.
-Θα συνηθίσει ο ένας το πρόσωπο του άλλου.
-Θα πάρουμε αφορμή για να επισκεφθούμε το γείτονα, η γιορτή του Αγίου του θα έχει νόημα και για μας.
-Θα συνειδητοποιήσουμε τη νέα μας οικογένεια, ότι εκτός από πατέρα έχουμε και αδέλφια.
-Στα μυστήρια όλα τα πρόσωπα θα μας είναι οικεία.
-Θα αποκτήσει πρόσωπο η απρόσωπη και ανώνυμη φιλανθρωπία του κουτιού και του εράνου κ.λ.π.
 
ΣΧΕΣΗ ΕΝΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΣΧΟΛΕΙΟΥ
Πρέπει έντονα να μας προβληματίσει ποια θα μπορούσε να είναι η ιδανική σχέση Ενορίας - Σχολείου; Και ποια θα πρέπει να είναι η σχέση αυτή σήμερα, που οι θεσμοί δοκιμάζονται και οι ηθικές αρχές και οι αξίες καταλύονται ολοένα και περισσότερο, μέσα στο διαρκές αυτό μεταβαλλόμενο κόσμο;
Αναμφισβήτητα η σχέση αυτή θα πρέπει να είναι εξολοκλήρου σχέση αγάπης και αγαστής συνεργασίας, σχέση ξεχωριστή και ιδανική.
Ενορία και Σχολείο, να συμπορεύονται, να συναγωνίζονται, να συσκέπτονται, να ταυτίζονται, πολλές φορές να συνδιαλέγονται και από κοινού να προσφέρουν στη διαμόρφωση της προσωπικότητας των παιδιών, που είναι ότι πολυτιμότερο μπορεί να υπάρξει στις νεανικές ψυχές που αναζητούν πολλά. Αναζητούν πρότυπα στη ζωή τους, αναζητούν αληθινή σχέση με το θεό, λύση στα υπαρξιακά τους προβλήματα, που σ\' αυτή την ηλικία κάνουν έντονη την εμφάνισή τους, αναζητούν ακόμη και απαιτούν γνήσιους και ειλικρινείς καθοδηγητές στη ζωή τους και ας διέρχονται μια κρίσιμη ηλικία, όπου κυριολεκτικά αρνούνται τα πάντα.
Η Ενορία είναι και πρέπει να είναι πάντοτε έτοιμη να δώσει λύσεις και διεξόδους στις αναζητήσεις των νέων μας, αφού οι νέοι μας, τα παιδιά μας, οι μαθητές και οι μαθήτριες των σχολείων που είναι και παιδιά των ενοριών μας, βγαλμένα από την κολυμβήθρα της Εκκλησίας και προερχόμενα μέσα από τα σπλάχνα των ενοριών μας, είναι ουσιαστικά και το μέλλον μας το μέλλον της Ενοριακής ζωής και διακονίας, το μέλλον της κοινωνίας, της πατρίδας μας και του Γένους μας.
Σχολείο και ενορία με το μάθημα των θρησκευτικών, το τόσο αναγκαίο, συνοδευόμενο πάντοτε από τον ομολογιακό του χαρακτήρα αφενός, και η ενοριακή κατήχηση με την τεράστια συμβολή της μέσα από τα κατηχητικά Σχολεία που γίνονται στην Ενορία, αφετέρου, σίγουρα οπλίζουν τους μαθητές και τις μαθήτριες με δυνάμεις πνευματικές και με τη σωστή και άψογη λειτουργία τους, σε μια σχέση αληθινής συνεργασίας, καθιστούν τα παιδιά μας δυνατές προσωπικότητες, διαπλάθουν σωστά ή μάλλον κατευθύνουν σωστά αλλά και αβίαστα, με πλήρη ελευθερία τις συνειδήσεις του, μορφώνουν στις καρδιές τους τον Ιησού Χριστό, «τον αρχηγό της Πίστεώς μας και Τελειωτήν» (19) και απαντούν σε όλα τα προβλήματα και ερωτήματα της νεολαίας μας.
Δύο είναι οι σημαντικοί παράγοντες και σταθμοί (εκτός από τους γονείς) στην διαπαιδαγώγηση των παιδιών, -Κατηχητικό και Σχολείο- που δίνουν απαντήσεις στα υπαρξιακά ερωτήματα:
Τι είμαι; Γιατί ζω; Που πηγαίνω; Γιατί ήρθα στον κόσμο; κ.λπ.
Μην λησμονούμε ότι κατά το παρελθόν, σε εποχές δύσκολες, σε χρόνους δουλείας και αιχμαλωσίας τα μοναστήρια μας έγιναν Σχολεία, Σχολεία του Γένους που κράτησαν ζωντανή την Πίστη και αναμμένη τη φλόγα για γράμματα και τη δίψα για μάθηση κράτησαν ζωντανή την παράδοση του Γένους μας.
Με τέτοιους άρρηκτους δεσμούς συνδέονται οι δυο πανάρχαιοι θεσμοί: Εκκλησία και Εκπαίδευση, Ενορία και Σχολείο!
Και σήμερα, το Σχολείο εξακολουθεί να ζει, να υπάρχει, να αναπνέει και να λειτουργεί μέσα στην Ενορία, στα όρια της ποιμαντικής ευθύνης των εφημερίων, των ιερέων του Θεού του Υψίστου. Και η συνεργασία, η αλληλοπροσφορά, η συνδιακονία, η συλλειτουργία συνεχίζεται, παρά τις δυσκολίες των καιρών. Και πρέπει να συνεχίζεται με τη χάρη του Αγίου Θεού. Γιατί Ιερείς και Θεολόγοι εκπαιδευτικοί είμαστε εργάτες, στον ίδιο αγρό, αφού στην ουσία έχουμε το ίδιο αντικείμενο και το ίδιο έργο.
Ας δούμε όμως τώρα, εν συντομία και σε πρακτική βάση πως υπάρχει, πώς λειτουργεί σήμερα και πώς θα ήταν ακόμη καλύτερη αυτή η συλλειτουργία και σε πιο σύγχρονη γλώσσα αυτή η συνεργασία μεταξύ Ενορίας και Σχολείου, Ιερέων και Θεολόγων, Πατέρων και Καθηγητών κάτω βέβαια από τα νέα δεδομένα, και από τις νέες συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί.
Επί πρακτικής λοιπόν βάσεως έχουμε να σημειώσουμε τα ακόλουθα:
 
Α) Από πλευράς δασκάλων, θεολόγων Καθηγητών του Σχολείου
1. Πρόσκληση του κληρικού και πνευματικού του Σχολείου από το Θεολόγο να μιλήσει σε εκδήλωση του Σχολείου πάνω σε θέμα που προκύπτει από το μάθημα των θρησκευτικών και ενδιαφέρει μεγάλη μερίδα των μαθητών (αυτό μπορεί να γίνει και στα πλαίσια διδακτικής ώρας).
2. Οργάνωσης, σε συνεννόηση με την Ιερά Μητρόπολη, επίσκεψης σε κάποιο φιλανθρωπικό ίδρυμα (γηροκομείο, ορφανοτροφείο, εισιτήρια κ.λπ.). Συγκέντρωση τροφίμων και άλλων απαραιτήτων ειδών για βοήθεια στις φυλακές, σε ανθρώπους που βρίσκονται εξαρτημένοι από τα ναρκωτικά, άποροι, ασθενείς (πραξιακή πλευρά μαθήματος).
3. Προετοιμασία των παιδιών από το Θεολόγο για το μυστήριο της εξομολόγησης, ενθάρρυνση τους να συζητήσουν και θέματα που προκύπτουν από το μάθημα των θρησκευτικών με τον ιερέα-πνευματικό του σχολείου. Η εξομολόγηση μπορεί να γίνει κατόπιν συνεννοήσεως, και σε συγκεκριμένη ώρα, μέσα στον Ενοριακό ναό.
4. Πρόσκληση του ιερέα της ενορίας από το Θεολόγο για συμμετοχή και παρουσία στις σχολικές γιορτές.
5. Καλύτερη οργάνωση του εκκλησιασμού (συνεννόηση ώστε να μην συμπίπτουν περισσότερα σχολεία στην ίδια Ενορία), έγκαιρη ενημέρωση της ενορίας, αλλά και του σχολικού πνευματικού. Πάνω απ\' όλα καλή προετοιμασία των παιδιών για να φτάσουν στο Ποτήριο της ζωής, να κοινωνήσουν των Αχράντων μυστηρίων.
6. Η συνεργασία με τον ιερέα για την ψυχολογική ενίσχυση των παιδιών, ιδίως κατά την περίοδο των εξετάσεων (οργάνωση σχετικής λειτουργίας, συζήτησης, επικοινωνία για παιδιά που έχουν κάποιο έντονο πρόβλημα άγχους).
7. Συμπαράσταση στις όποιες ενοριακές δραστηριότητες έχουν σχέση με τα παιδιά του γυμνασίου και λυκείου (κατηχητικά σχολεία, Γραφείο Νεότητος, συμμετοχή σε διαγωνισμούς αθλητικούς και άλλους μεταξύ των Ενοριών).
 
Β) Από πλευράς ιερέων της Ενορίας
1. Οργάνωση υποδειγματικών θείων Λειτουργιών, κατόπιν συνεργασίας με το Θεολόγο (θείες Λειτουργίες, στις οποίες θα παίρνουν μέρος τμηματικά οι μαθητές των σχολείων που εκκλησιάζονται στην Ενορία και στις οποίες θα γίνεται ερμηνεία των δρωμένων σε σύντομο χρόνο και χωρίς να χάνεται η ιεροπρέπεια της Λειτουργίας ή θα γίνεται η ερμηνεία μετά την τέλεση της θείας λειτουργίας).
2. Η συμμετοχή των παιδιών στη Λατρεία (απαγγελία του πιστεύω και του Πάτερ ημών, διανομή αντιδώρου, αρτοκλασίας σε όλα τα παιδιά).
3. Η επιμέλεια του κηρύγματος κατά τις σχολικές Λειτουργίες, θα μπορούσε να ανατίθεται σαν εργασία μέσα στα πλαίσια του μαθήματος των θρησκευτικών, στα ίδια τα παιδιά για να ομιλούν κατά την εορτή των Τριών Ιεραρχών.
4. Η συμπαράσταση στο πνευματικό έργο των θεολόγων στο σχολείο (φωτοτυπικό υλικό, μικρά φυλλάδια, πολυμέσα κ.ο.κ.) που είναι πολύ σημαντικός παράγοντας.
5. Η έκδοση μικρού εντύπου ερμηνείας των δρώμενων στην Θεία Λειτουργία και διανομή του στα παιδιά.
6. Η συμπαράσταση για την ενίσχυση των σχολικών βιβλιοθηκών, με βιβλία που να μιλούν για την πίστη με σύγχρονο πνεύμα.
7. Αγορά εικόνων του Χριστού και της Παναγίας αλλά και του Αγίου ή της Αγίας της ενορίας, ούτως ώστε εάν δεν υπάρχουν, να κοσμήσουν τους τοίχους των σχολείων, πράγμα που παλαιότερα έκαμε το Υπουργείο παιδείας.
8. Η διοργάνωση διαγωνισμών ζωγραφικής, δοκιμίων κ.λπ. πάνω σε θέματα που έχουν σχέση με την εκκλησιαστική παράδοση, αλλά και τη σχέση σχολείου και Εκκλησίας.
Έτσι θα επιτευχθεί μια ακόμα καλύτερη συνεργασία με άριστα αποτελέσματα μεταξύ Ενορίας και Σχολείου, η οποία θα έχει και ολόθυμη την αποδοχή και την προθυμία των παιδιών.
 
 
 
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ
Κατήχηση: να πραγματοποιούνται Ενοριακές Συνάξεις Μελέτης Αγίας Γραφής
Φιλανθρωπική Δράση: δημιουργία Ενοριακού Φιλόπτωχου Ταμείου που θα χορηγεί βοηθήματα σε αναξιοπαθούντες συνανθρώπους μας. Λειτουργία Κέντρο Ενοριακής Αγάπης ή σισίτιο που να σιτίζει δεκάδες ενορίτες και όχι μόνο. Επισκέψεις σε νοσοκομεία και φυλακές.
«Οίκος ευγηρίας». Η σύσταση στέγης που θα δίνει φαγητό και θα φιλοξενεί καθημερινά σε γέροντες και απόρους.
Νεότητα: να λειτουργούν σε κάθε ενορία τμήματα για όλες τις βαθμίδες των Νεανικών Συντροφιών. Παράλληλα να λειτουργεί και Δανειστική Βιβλιοθήκη. Να προγραμματίζονται και να πραγματοποιούνται γιορτές και εκδρομές προς ψυχαγωγία των παιδιών. Πολλά μπορεί να προσφέρει και να ωφελήσει η άριστη συνεργασία Ενορίας- Σχολείων, σε σημείο όπου θα μπορούσε να παραχωρήται το Ενοριακό κέντρο της Ενορίας για τις εορταστικές και επετειακές εκδηλώσεις των σχολείων της Ενορίας.
Σχολή Γονέων: Να γίνονται διαλέξεις με ενδιαφέροντα θέματα στο Ενοριακό Κέντρο κατά τακτά χρονικά διαστήματα από αξιόλογους ομιλητές γύρω από τα θέματα που θα αφορούν την οικογένεια, τον γάμο, τα παιδιά, (σχέσεις συζύγων, σχέσεις γονέων και παιδιών, ανατροφή τέκνων κ.τ.λ.).
Τράπεζα Αίματος: Να ευαισθητοποιηθούν οι ενορίτες γύρω από αυτό το μεγάλο θέμα και να γίνονται αιμοδοσίες 2 φορές το χρόνο.
Εκδόσεις: Μηνιαίο ενοριακό Έντυπο το οποίο θα διανέμεται δωρεάν με προαιρετική συνδρομή και εθελοντική εργασία. Παράλληλα θα μπορούσαν εκδοθούν διάφορα έντυπα που αφορούν τον τομέα της κατήχησης και των αιρέσεων π.χ. για αναδόχους, για μελλονύμφους, για εξομολογημένους, αντιαιρετικά φυλλάδια, προγράμματα Ί. Ακολουθιών, ημερολόγια τσέπης κ.τ.λ.
Θεία Λατρεία: Να τελούνται καθημερινά όλες οι ιερές Ακολουθίες, να ψάλλεται η Παράκληση του Αγίου του Ναού μία φορά την εβδομάδα και άλλες λατρευτικές συνάξεις περιστασιακά. Ίσως αν στην ενορία υπάρχουν Ορθόδοξοι και από άλλες χώρες, να ακούγεται κάτι στη γλώσσα τους, παράκληση Θεία Λειτουργία.
Εκδρομές: Πραγματοποιούνται ευκαίρως - ακαίρως σε Μονές και Προσκυνήματα προς πνευματική αναψυχή των ενοριτών.
Ακόμα: Κληρικολαϊκή Συνέλευση. Κοπή πρωτοχρονιάτικης πίττας της Ενορίας, διάφορες εκδηλώσεις. Έκθεση βιβλίου και ειδών για την Θεία Λατρεία.
Σεμινάρια, εκμάθηση παραδοσιακών χορών, Μαθήματα βυζαντινής Μουσική, δημιουργία χορωδίας απ\' όλες τις ηλικίες.
 
Επίλογος
Η Ορθοδοξία δεν μπορεί να βιωθεί αληθινά χωρίς την Ενορία. Ο αθλητής δεν μπορεί να αγωνιστεί έξω από το στάδιο, κι αν αγωνιστεί δεν στεφανώνεται. Η Ενορία είναι το στάδιο της ορθοδόξου βιωτής, είναι το μυστήριο της αγάπης αλλά και το εργαστήριο της αγιότητας. Στο μοναχισμό, Ενορία είναι το κοινόβιο ή η σκήτη. Η χριστιανική ζωή επικεντρώνεται πάντα γύρω από την κοινότητα. Ο χριστιανός αγωνίζεται να αγαπήσει συγκεκριμένους ανθρώπους, τους πλησίον του, με τα προτερήματα και τα ελαττώματά τους. Με αυτούς τους συγκεκριμένους ανθρώπους πρέπει να ομονοήσει στην πίστη, αυτούς πρέπει να συγχωρήσει και από αυτούς πρέπει να ζητήσει συγνώμη.
Μέσα στην ενορία πραγματοποιείται ο σκοπός της δημιουργίας μας, που είναι να ζήσουμε μετέχοντας ομότιμα στη ζωή της Αγίας Τριάδος. Η ζωή της Αγίας Τριάδος είναι ζωή αγάπης. Το ίδιο είναι και η ζωή της Ενορίας.
Στο πέλαγος της συγχυσμένης εποχής μας, η Ορθόδοξη Ενορία είναι η κιβωτός της σωτηρίας. Ας μπούμε σ’ αυτήν κι ας την φυλάξουμε. Κι ας οπλισθούμε με υπομονή και αγάπη «έως ου ημέρα διαυγάση και φωσφόρος ανατείλη εν ταις καρδίαις υμών» (20).
 
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
 
1.      Πραξ. 2, 42
2.      Λουκ. 17,21
3.      Τίτου 1, 5
4.      Κολας. 1, 18
5.      Α΄ Πέτρου 2, 21
6.      Α΄ Κορινθ. 12, 26
7.      Πραξ. 4, 32
8.      «Η Ενορία» Γεώργιος Μαυρομάτη Εκδόσεις Τέρτιος Κατερίνη 1998 σελ 28
9.      Ματθ. 4, 4
10.Ιωαν. 10, 11
11.Αρχιμ Ιεροθέου Βλάχου, Η Ενορία ως θεραπευτική Κοινότητα, εκδ. αποστολικής Διακονίας Αθήνα 1955 σ. 22
12.Εφεσ. 1, 23
13.Ιακωβ. 5, 16
14.Ματ. 18, 20
15.Βλέπε εμπειρίες του Χρ.Γιανναρά στο «Τα καθ’εαυτόν»,σ.σ 91-93
16.π. Βασίλειος Θερμός, Εφημέριος, Ιούλιος Αυγουστος 2002
17.Περιοδικό Εφημέριος, Ιούλιος-Αύγουστος,2002
18.Α Ιωαν.3,20-21
19.Εβραίους 12, 2
20.Β΄ Πέτρου 1, 19
 
 
 
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ
«Η Ενορία» Γεώργιος Μαυρομάτη Εκδόσεις Τέρτιος Κατερίνη 1998
«Ορθόδοξος Λειτουργία και Λατρεία» Νικόλας Μαρκαντώνης, εκδ. Κορνηλία Σφακιανάκη Ρέθυμνο 2005 σελ. 29-39